Από τους σπουδαιότερους συνθέτες του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού, με την πιο χαρακτηριστική φωνή, ο Τσιτσάνης «έγραψε» στην ψυχή των Ελλήνων. Ο Τρικαλινός… βαρύς άνθρωπος αποτύπωσε μοναδικά τα «νιώθω» και τα «θέλω» ενός ολόκληρου λαού. Μοιραία μέρα η 18η του πρώτου μήνα του χρόνου, τον γέννησε και τον πήρε πίσω.
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής, ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και της λαϊκής μουσικής. Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και πέθανε την ημέρα των 69ων γενεθλίων του.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες, κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά (τρία αγόρια κι ένα κορίτσι). Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε το όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1926, και το μετέτρεψε σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική, και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο τραγούδια του, όπως «Νά γιατί γυρνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Όμως τα τραγούδια του Τσιτσάνη δεν επιτρέπεται τότε να επεκταθούν πολύ. Η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ η δικτατορία Μεταξά απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανώς ανατολίτικες μελωδίες. Ο ίδιος, που έχει ήδη αρχίσει να χαρακτηρίζεται, υπηρετεί στο στρατό, στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του σε μια στρατοκρατούμενη κοινωνία.
(φωτ.: mixanitouxronou.gr)
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά. Παράλληλα γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Με τη Μαρίκα Νίνου
Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του Εμφυλίου αποτελεί άλλη μια πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ.
Το τέλος του Εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του αρχίζουν και ακούγονται πλέον πιο ελεύθερα, ενώ ο Τσιτσάνης γίνεται ο πρωτοπόρος του λεγόμενου «αρχοντορεμπέτικου» μουσικού είδους, που αποτελεί τον πρόδρομο του λαϊκού τραγουδιού.
Με τη Μαρίκα Νίνου
Ως το 1955 φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του.
Σ’ αυτόν το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, ο δίσκος παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των 69ων γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984, στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούρια τραγούδια.
Πηγή κειμένου: www.sansimera.gr