Έχουν μείνει λιγότερες από δεκαπέντε μέρες μέχρι τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμες όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κύρια μάχη αναμένεται να δοθεί μεταξύ του δημοσκοπικά προπορευόμενου ΣΥΡΙΖΑ και της κουρασμένης Νέας Δημοκρατίας, η οποία φάνηκε λίγη στην προσπάθεια που καταβλήθηκε για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική ανόρθωση της χώρας.
Κάποια μικρά κόμματα εκτιμάται ότι θα πέσουν αγκαλιασμένα στην κάτω του 3% πολιτική αφάνεια, και κάποια άλλα θα αδυνατούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο μετά τις εκλογές. Όχι μόνο η αυτονομία του πρώτου κόμματος, αλλά και η συνεργασία του με ένα από τα μικρά κόμματα που θα έχουν επιζήσει δεν αναμένεται να επαρκέσει για μια διακυβέρνηση της χώρας, που να ευνοεί μια ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής στη βάση μιας βελτιωμένης οικονομικής πραγματικότητας μετά την έναρξη συζητήσεων με τους εταίρους-δανειστές μας για το τι μέλλει γενέσθαι με το χρηματοδοτικό κενό βραχυπρόσθεσμα και το εξωτερικό χρέος μακροπρόθεσμα.
Τα χρονικά περιθώρια μετά τις εκλογές θα είναι ασφυκτικά, και αν ο φόβος για γενικότερες, απρόβλεπτης έκτασης, αρνητικές συνέπειες στο ούτως ή άλλως κακοφτιαγμένο ευρωοικοδόμημα δεν αποδειχθεί επαρκής για να πεισθούν οι εταίροι-δανειστές μας να συμφωνήσουν σε κάποια συμβιβαστική λύση, που να μπορεί να ανακουφίσει βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσο- μακροπρόθεσμα την ελληνική οικονομία, τότε η ελληνική πλευρά εκτιμάται ότι θα βρεθεί χωρίς εναλλακτικές επιλογές και προκειμένου να αποφευχθεί η με πιθανούς νέους απερίσκεπτους από πλευράς εταίρων μας μνημονιακούς όρους ολοκληρωτική οικονομική –και όχι μόνο– καταστροφή της Ελλάδος, οι αποφάσεις που θα ληφθούν από τη νέα κυβέρνηση εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν τη χώρα μας εκτός Ευρωζώνης, πιθανότατα μετά τη διεξαγωγή σχετικού δημοψηφίσματος στο οποίο θα έχει τεθεί το ανάλογο δίλημμα, δεδομένου ότι η Ευρωζώνη ως ελαττωματικός νομισματικός μηχανισμός δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ικανοποιώντας συγχρόνως ανόμοιους και μη συμβατούς μεταξύ τους οικονομικούς οργανισμούς.
Σε ένα τέτοιο πιθανό ενδεχόμενο η Ελλάς θα πρέπει να βρεθεί την επόμενη μέρα με τα χέρια της τελείως λυμένα, μακριά από κάθε είδους ανούσιες εταιρικές δεσμεύσεις, προκειμένου να είναι σε θέση να παίρνει εκείνα τα μέτρα που είναι προς το δικό της αποκλειστικό συμφέρον χωρίς να σκοντάφτει όπως σήμερα σε γραφειοκρατικές διατάξεις ανασταλτικές κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας. Με τα επιβληθέντα από τους δανειστές μας μέτρα η ανεργία εκτινάχθηκε σε πρωτοφανή ύψη, ενώ από την άλλη μεριά η έλλειψη ρευστότητας δεν επιτρέπει την προσέλκυση επενδύσεων. Συνεπώς θα πρέπει να δημιουργηθεί νέο νομικό πλαίσιο για προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων χωρίς να υπάρχουν τα εκ Βρυξελλών εμπόδια δήθεν για αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ στην ουσία αυτά τα ίδια εξυπηρετούν αθέμιτα ανταγωνιστές μας που μπορούν και επιβάλλουν διατάξεις στα μέτρα τους, είτε αυτές αφορούν ενεργειακά θέματα είτε θέματα βιομηχανικής ανάπτυξης, αγροτικής πολιτικής ή τουρισμού.
Επίσης, η Ελλάς θα πρέπει να έχει τα χέρια της λυμένα ώστε να εφαρμόζει μια αυτόνομη πολιτική εξωτερικού εμπορίου με δασμολογική προστασία της ελληνικής παραγωγής, η οποία θα πρέπει να ενισχύεται και με εξαγωγικά κίνητρα. Η ελληνική παραγωγή χρειάζεται προστασία όσο ποτέ άλλοτε. Δεμένοι χειροπόδαρα από τους κοινοτικούς περιορισμούς, είμαστε αναγκασμένοι σήμερα να λειτουργούμε ως ξέφραγο αμπέλι και να εισάγουμε κάθε είδους προϊόντα, βιομηχανικά και αγροτικά, τόσο από χώρες προηγμένης τεχνολογίας όσο και από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας.
Η έλλειψη δυνατότητας να ανταγωνιστούν τα φθηνά εισαγόμενα φρούτα και λαχανικά από τη Β. Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Τουρκία, αλλά και τη μεσογειακή Ευρώπη, έκανε πλήθος Έλληνες καλλιεργητές να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα και στα άλλα αστικά κέντρα ως πωλητές επίσης εισαγομένων ενδυμάτων, υποδημάτων και άλλων καταναλωτικών προϊόντων, συμμετέχοντας έτσι στη διατήρηση του εμπορικού μας ελλείμματος στα ύψη και τροφοδοτώντας τον φαύλο κύκλο που οδήγησε την Ελλάδα στην πτώχευση.
Αντίστοιχο βαθμό οικονομικής ανεξαρτησίας θα πρέπει να έχει η δημοσιονομική πολιτική της χώρας με αναπτυξιακές κατευθύνσεις των προϋπολογισμών, οι οποίοι παράλληλα θα πρέπει να προβλέπουν μέτρα για καταπολέμηση της υπογεννητικότητας – που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για το ελληνικό αύριο σε συνδυασμό με το μεταναστευτικό πρόβλημα, η λύση του οποίου δυσχεραίνεται από τη Συνθήκη Σένγκεν και από τις διατάξεις του διαβόητου κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, οι οποίες δρουν ως σαράκι διαλύοντας τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας και εξυπηρετώντας πολυπολιτισμικές επιδιώξεις διεθνών τυχοδιωκτών.
Όλα τα εθνικά αναπτυξιακά εργαλεία βρίσκονται με τα σημερινά δεδομένα μπλοκαρισμένα από τις Βρυξέλλες, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται στα μέτρα αυτών που μπορούν και επιβάλλουν τις δικές τους πολιτικές, δήθεν κοινές.
Ο κύβος είναι έτοιμος να ριφθεί. Ή θα πρόκειται για ένα ουσιαστικό χέρι βοηθείας ή για μια χειραψία αποχαιρετισμού.