Το καμπανάκι για μια μακρά περίοδο ρευστότητας που θα επιδεινώσει τη βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση του τόπου σήμανε. Δυστυχώς δεν υπάρχει σενάριο θετικής εξέλιξης και αναδιοργάνωσης της χώρας, διότι ούτε το θέλουν ούτε μπορούν να το πετύχουν οι πολιτικές δυνάμεις. Θυμίζουν περισσότερο φοιτητικούς συλλόγους παρά συγκροτημένους πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν εμβαθύνει στα προβλήματα και έχουν διαμορφώσει πολιτικές προτάσεις για την αντιμετώπισή τους.
Μόνο που ένα κράτος, ή καλύτερα μια Πολιτεία, δεν είναι πανεπιστήμιο για να αντιμετωπίζεται όπως τα (κατ’ ευφημισμόν) Ανώτατα Ιδρύματα από τους φοιτητές. Χρειάζεται σοβαρότητα, γνώση, εμβάθυνση, διαμόρφωση πολιτικής και επιμονή στην υλοποίησή της.
Αυτό το τσίρκο στο οποίο κάθε μωροφιλόδοξος νιώθει ότι μπορεί να κάνει την επίδειξή του, να ικανοποιήσει την αμετροέπεια και την εξουσιομανία του και να πλουτίσει κατά τον γνωστό ελληνικό τρόπο, ούτε κράτος ούτε Πολιτεία είναι. Είναι μια διαρκώς ρευστή κατάσταση στη βούληση των εκάστοτε «προστατών» του. Δεν μπόρεσε να στηθεί στα πόδια του διότι δεν το θέλουν όσοι το διοικούν από το προσκήνιο και το παρασκήνιο.
Εν ολίγοις, η χώρα δεν διαμόρφωσε αστική τάξη· και χωρίς αστική τάξη δεν οικοδομείται σοβαρή κοινοβουλευτική δημοκρατία κατά το Δυτικό πρότυπο. Η αστική τάξη που δειλά-δειλά άρχισε να διαμορφώνεται μετά την έλευση των προσφύγων, κυρίως από την Ιωνία, εξαφανίστηκε στη δεκαετία του 1940 για τους γνωστούς λόγους. Τους αντικαταστάτες της περιέγραψε μονολεκτικά και χαρακτηριστικά ο Κώστας Καραμανλής (ο νεότερος).
Ο ευτυχέστερος των σημερινών Ελλήνων είναι εκείνος που δεν γνωρίζει τα πρόσωπα, παλαιά και νέα, τα οποία διεκδικούν να τον κυβερνήσουν, ούτε και τις διαδικασίες ανάδειξής τους. Η άγνοια και η ρηχότητα είναι κύρια χαρακτηριστικά των περισσοτέρων. Ο αμοραλισμός, ο νεποτισμός, ο παλαιοκομματισμός, ο λαϊκισμός και η δουλικότητα στην ηγεσία, τα κύρια προσόντα τους. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, και τίποτε περισσότερο σ’ ένα κράτος το οποίο, ολόκληρο, περιστρέφεται γύρω από τον εκάστοτε αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος. Το (κατ’ ευφημισμόν και αυτό) πολιτικό σύστημα δεν αντέχει ανθρώπους με προσωπικότητα.
Στον στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη αποδίδεται η φράση «αν γνώριζα πόσο εύκολα κυβερνιέται η χώρα, θα έκανα πραξικόπημα από δεκανέας και όχι ως συνταγματάρχης».
Και δυστυχώς, έτσι που έφτιαξαν τη χώρα, δεν χρειάζεται ούτε πείρα ούτε προσόντα να την κυβερνήσεις.
Σε μια χώρα όπου οι θεσμοί υπάρχουν κατ’ επίφασιν, όσοι τους υπηρετούν επικαλούνται πολλές φορές αναρμοδιότητα για να καλύψουν την αδράνεια, την αδιαφορία ή την έκλειψή τους.
Υπάρχουν όμως υψίστης σημασίας λειτουργίες, όπως της Προεδρίας της Δημοκρατίας, οι οποίες απαιτείται να ασκούνται από πρόσωπα υψηλού κύρους. Διότι σε πολύ κρίσιμες στιγμές, ακόμη κι αν δεν έχει συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητες, ένας Πρόεδρος που απολαμβάνει εκτίμησης, μπορεί να ασκήσει αυτό που αποκαλείται «αρμοδιότητα κύρους».
Και την άσκησε αυτήν την αρμοδιότητα ο Ιταλός Πρόεδρος Τζόρτζιο Ναπολιτάνο όταν το χρειάστηκε η χώρα του.
Ο υψηλού κύρους πολιτικός Τζόρτζιο Ναπολιτάνο ήρθε σε αντίθεση με έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες της χώρας του, τον πρωθυπουργό, τότε, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όταν διαπίστωσε πως εκθέτει και διαλύει το ιταλικό κράτος.
Δεν είχε καμιά συνταγματική αρμοδιότητα να παρέμβει. Κάλεσε όμως σε συνάντηση, στο Προεδρικό Μέγαρο, τους ισχυρότερους παράγοντες της αστικής τάξης, και αφού τους εξήγησε το πρόβλημα ζήτησε τη βοήθεια τους. Και οι Ιταλοί αστοί ανταποκρίθηκαν. Η Ιταλία, η οποία διανύει και αυτή περίοδο οικονομικής κρίσης, απηλλάγη από έναν άνθρωπο που εξέθετε και τη χώρα και την κοινωνία και οδηγούσε σε καταστροφή.
Οι θεσμοί, για να λειτουργήσουν, πρέπει οι άνθρωποι που τους υπηρετούν να έχουν αφομοιώσει το περιεχόμενο και τη σημασία τους και αποκτήσει κατά τη διάρκεια του πολιτικού ή κοινωνικού βίου τους αναγνωρισμένο από όλες τις πλευρές κύρος.
Οι κοινωνίες με πολιτική κουλτούρα λειτουργούν με σοβαρότητα όταν επιλέγουν τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τους ύψιστους θεσμούς τους.
Κι εδώ θα αναφερθώ και πάλι στο παράδειγμα Ναπολιτάνο. Λόγω ηλικίας ο Ιταλός Πρόεδρος δεν θέλησε να ανανεωθεί η προεδρική του θητεία. Αποδέχθηκε τη σχετική πρόταση την ύστατη στιγμή και μόνο προσωρινά μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος αντικαταστάτης του. Και οι πολιτικές δυνάμεις της Ιταλίας δεν αναζήτησαν την εύκολη λύση στην αυλή του πρωθυπουργού. Ψάχνουν, ακόμη ψάχνουν. Διότι γνωρίζουν πως ο θεσμός όταν διακονείται από άνθρωπο κύρους δεν είναι διακοσμητικός.
Ούτε η προεδρία, ούτε η πρωθυπουργία ούτε κανένας άλλος θεσμός της Πολιτείας αποτελούν ιδιοκτησία των πολιτικών που τους ασκούν προσωρινά. Είναι θεσμοί του ελληνικού κράτους και ως τέτοιοι θα πρέπει να υπηρετούνται από τους προσωρινούς διακόνους τους.
Αυτή η αντίληψη πόρρω απέχει από την ελληνική πολιτική κουλτούρα – με αποτελέσματα τραγικά.
Προσπαθούμε να ενταχθούμε –και καλά κάνουμε– σε μια κοινότητα χωρών που αποκαλούνται «Δύση», με μια νοοτροπία διαφορετική. Διότι ζήσαμε και ζούμε στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών κόσμων, και όπως όλοι οι λαοί διαμορφώσαμε τον δικό μας τρόπο. Ας μην εκληφθεί ως αρνητικό αυτό. Αντιθέτως, θα έλεγα. Χρειάζεται, όμως, στο πλαίσιο λειτουργίας της Δημοκρατίας να διαμορφώσουμε θεσμούς που είναι περισσότερο αφομοιώσιμοι από εμάς.
Ο μιμητισμός ήταν πάντα καταστρεπτικός.
Τίποτε από αυτά ή και πολλά άλλα πολιτικά δεν προτάσσεται κατά την προεκλογική περίοδο. Επιχειρείται υφαρπαγή της ψήφου με επιχειρήματα που απευθύνονται στο θυμικό. Φόβος, συναίσθημα, εικόνα. Αυτό, όμως, αποτελεί βαθιά περιφρόνηση του εκλογικού σώματος.
Αν πράγματι έχουμε, όπως ισχυριζόμαστε, πολιτική κουλτούρα, θα φανεί από το πόσο έντονα θα μεταδώσουμε και τη δική μας περιφρόνηση προς τα ταπεινά μηνύματά τους.
Ίσως είναι ο μόνος τρόπος να υπάρξει κάποια αλλαγή προς το σοβαρότερο στον πολιτικό βίο της χώρας.