Οι πρώτοι χριστιανοί συνήθιζαν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα μαζί με τη Βάπτιση του Ιησού, τα Θεοφάνεια, στις 6 Ιανουαρίου. Επί Πάπα Ιουλίου Α΄ (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να συνεορτάζονται με τα Θεοφάνια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25η Δεκεμβρίου.
Η απόφαση να μεταφερθεί ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου ελήφθη για να επικαλυφθούν η μεγάλη παγανιστική εορτή των Ρωμαίων που ήταν αφιερωμένη στον «Ανίκητο Ήλιο» (Dies Natalis Solis Invicti), ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα (που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), καθώς και άλλες μη χριστιανικές γιορτές που τηρούνταν εκείνο τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια.
Από τη Δύση ο εορτασμός των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου πέρασε σύντομα και στην Ανατολή.
Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας εκφώνησε το 376 μ.Χ. την πρώτη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Το 386 ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης.
Πολύ αργότερα, το 529, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και ανακήρυξε την ημέρα αυτή ως δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.
Στις μέρες μας πάντως και εδώ και πολλά χρόνια, αρκετές Εκκλησίες εξακολουθούν να εορτάζουν τη Γέννηση του Θεανθρώπου την 7η Ιανουαρίου.