Η κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος δημοσίευσε τη Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου την απάντηση της Άγκυρας στις προτάσεις της Λευκωσίας, που διεβίβασε στην τουρκική ηγεσία ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος.
Η τουρκική πλευρά επαναλαμβάνει στην απάντησή της αυτό που διακηρύσσει δημόσια και για το οποίο έστειλε στην κυπριακή ΑΟΖ το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «BARBAROS». Τη συνδιαχείριση, δηλαδή, του φυσικού αερίου της Κύπρου, σε «ισότιμη» βάση, από τις δύο κοινότητες, είτε με τη δημιουργία μικτής συνδιαχειριστικής επιτροπής είτε με τη σύσταση Ταμείου στο οποίο να κατατίθενται, προς «ισότιμο» διαμοιρασμό, τα έσοδα από το φυσικό αέριο.
Η τουρκική πλευρά θεωρεί ως προαπαιτούμενο την αποδοχή από την ελληνική πλευρά της συνδιαχειρίσεως για την αποχώρηση του «BARBAROS». Προτείνει, εναλλακτικά, το πάγωμα από την Κύπρο οποιωνδήποτε δραστηριοτήτων για την αξιοποίηση των κυπριακών ενεργειακών κοιτασμάτων.
Η τουρκική απάντηση δεν προκαλεί καμία απορία ή έκπληξη. Διατυπώνει με επίσημο τρόπο αυτά που διακηρύσσει και εφαρμόζει στην πράξη. Απορία, αντιθέτως, προκαλεί ο ρόλος του τρίτου διαμεσολαβητή, που αποδέχεται η Ελλάδα. Απορία προκαλεί επίσης η διολίσθηση της κυπριακής πλευράς σε διάλογο πάνω σε ένα θέμα το οποίο ως θέμα αρχής δεν τίθεται σε διάλογο.
Η τουρκική πλευρά, που συνεχίζει επί σαράντα χρόνια την κατοχή στη βόρεια Κύπρο και που έχει ανακηρύξει στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου ανεξάρτητο «κράτος» από το 1983, πιστεύει ότι έχει ήδη εμπεδώσει, με τις παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, την «ισοτιμία» της κατεχόμενης Κύπρου, και στρέφει τώρα τις βλέψεις της στο φυσικό αέριο της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Με ποια λογική διεκδικεί η Άγκυρα «ανεξάρτητο» αφενός «κράτος» στα κατεχόμενα και αφετέρου «μοιρασιά» του φυσικού αερίου της ελεύθερης Κύπρου, πριν μάλιστα από τη λύση του Κυπριακού;
Η τουρκική αυτή λογική της αρπαγής δεν αντιμετωπίζεται με κατευναστική πολιτική και υποχωρητικότητα, που αποθρασύνει την Άγκυρα. Η τελευταία εκμεταλλεύεται, άλλωστε, τη χλιαρή ελληνική αντίδραση για ν’ αναλάβει η ίδια διπλωματική εκστρατεία, με στόχο να προβάλει τη «δίκαιη» δήθεν αξίωση της τουρκικής πλευράς για συνδιαχείριση του φυσικού αερίου από τις δύο κοινότητες. Η συνδιαχείριση υποκρύπτει και τις καθαρές δικές της διεκδικήσεις, που αφορούν μεγάλο μέρος της κυπριακής ΑΟΖ. Εάν η ελληνική πλευρά διέπραττε το μοιραίο λάθος ν’ αρχίσει συζητήσεις πάνω σε μια τέτοια βάση, αυτά που θα διακυβευόταν δεν θα ήταν μόνο η εξίσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με το ψευδοκράτος και η «ισότιμη» συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων. Θα έμεναν επίσης μετέωρες οι συμφωνίες που έχουν γίνει με άλλες χώρες για την ΑΟΖ, και οι συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με εταιρείες για έρευνα και εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της κυπριακής ΑΟΖ. Οι «ισότιμοι» Τουρκοκύπριοι θα αναλάμβαναν, τέλος, να θέσουν και να υποστηρίξουν τις αξιώσεις της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Είναι καιρός ν’ αντιληφθούν Αθήνα και Λευκωσία ότι η ακολουθούμενη πολιτική του κατευνασμού και των υποχωρήσεων έχει εξαντλήσει κάθε λογικό όριο. Επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών χωρίς σαφή και άνευ όρων αποχώρηση του «BARBAROS» είναι αδιανόητη γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, θα σήμαινε διολίσθηση στις τουρκικές θέσεις. Σπουδή επίσης για δήθεν «λύση», που θα μετέτρεπε την Κύπρο σε τουρκικό προτεκτοράτο, θα ήταν επίσης όνειδος και καταισχύνη για ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Η διπλωματική αναδίπλωση, όταν το «BARBAROS» είναι εκεί, τί σημαίνει; Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να αποδυθούν σε διπλωματική εκστρατεία, όχι μόνο κατά του «BARBAROS», αλλά και κατά της τουρκικής κατοχής, επανατοποθετώντας το Κυπριακό ως θέμα εισβολής και κατοχής.
Η Κύπρος έχει διπλωματικά ατού και στρατηγικούς συμμάχους. Πρέπει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, να ενισχύσει τις στρατηγικές συμμαχίες της και να συνεχίσει το πρόγραμμα της αξιοποιήσεως του φυσικού της αερίου, που διανοίγει την προοπτική μιας πολύ σημαντικής γεωστρατηγικής αναβαθμίσεως.