Τα Χριστούγεννα είναι η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης με την οποία τιμάται «η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Αυτό το ήξεραν καλά οι Πόντιοι, οι οποίοι ξεκινούσαν τις προετοιμασίες για τη μεγάλη αυτή γιορτή πολλές ημέρες πριν. Τηρούσαν με ευλάβεια τη νηστεία, και παράλληλα ετοίμαζαν τα σπίτια τους για τα Χριστούγεννα.
Στόλιζαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο ήταν πεύκο ή έλατο, και σε πολλές περιοχές την παραμονή των Χριστουγέννων κρεμούσαν στο εικονοστάσι σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς, ή µόνο καρπούς.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, σταματούσαν όλοι τις εργασίες τους και τα παιδιά γύριζαν στις γειτονιές κι έλεγαν τα κάλαντα συνήθως το απόγευμα ή το βράδυ, κρατώντας το καραβάκι που είχαν φροντίσει οι οικογένειές τους να συντηρήσουν ή να φτιάξουν. Οι νοικοκύρηδες δεν τους έδιναν χρήματα αλλά διάφορα γλυκά ή δώρα.
Σε πολλές περιοχές έβαζαν στο τζάκι ένα κούτσουρο, το «χριστοκούρ’», το οποίο άναβαν μόλις χτυπούσε η καμπάνα και το κρατούσαν αναμμένο τρεις μέρες – τα «Χριστουήμερα», όπως έλεγαν τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων.
Σε κάποιες άλλες περιοχές του Πόντου το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκαιγαν στη φωτιά ένα χλωρό κλαδί από απιδιά και το νέο έτος από μηλιά. Πρόσεχαν να καίγεται όρθιο και να μην πέσει, γιατί πίστευαν πως θα χαλάσει το γούρι.
Στις 4:00 τα ξημερώματα χτυπούσε η καμπάνα και όλοι πήγαιναν στην εκκλησία, φορώντας τα καλά τους ρούχα και παπούτσια. Η λειτουργία τελείωνε µε την ανατολή του ήλιου, και η μέρα ήταν αφιερωμένη στους ανθρώπους του σπιτιού, στην οικογένεια.
Το μεσημέρι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι μαζευόταν όλη η οικογένεια και απολάμβαναν τα εορταστικά φαγητά που είχαν ετοιμαστεί από τις οικοδέσποινες.
Τα φαγητά για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ετοιμάζονταν από την παραμονή, με τον παστουρμά, την πηχτή και τον καβουρμά να έχουν την τιμητική τους. Φυσικά εξέχουσα θέση είχε το Χριστόψωμο.