Μόλις λίγες ώρες απομένουν μέχρι την πρώτη εκ των τριών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα ψηφοφοριών για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, στις 19:00, στην Ολομέλεια της Βουλής.
Το pontos-news.gr ζήτησε από τη Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, να απαντήσει σε δύο από τα βασικά ερωτήματα που τίθενται αυτή τη στιγμή σχετικά με την εκλογή του Πρώτου Πολίτη της χώρας και το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών.
Ωστόσο εκτιμώ ότι είναι δύσκολο να εξαντληθεί η τετραετία. Εξάλλου στην Ελλάδα έχουμε μια πρακτική σε αυτό το ζήτημα, ακόμα και σε εποχές πολιτικής καλοκαιρίας, όπου τα πράγματα ήταν μια χαρά και δεν είχαμε και κρίση. Πόσο μάλλον τώρα.
Φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των κομμάτων αλλά και του εκλογικού σώματος θέλει να πάμε σε πρόωρες εκλογές. Επιμένω όμως ότι πράξη ωριμότητας θα ήταν να πηγαίναμε σε εκλογές μετά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τάσσομαι υπέρ της πρότασης που έχουν καταθέσει διανοούμενοι και κάποιοι πολιτικοί παράγοντες να συμφωνήσουν σε μια ημερομηνία εκλογών, η οποία όμως θα είναι μετά την εκλογή του Προέδρου.
Βέβαια αυτό που θεωρώ ώριμη πολιτική επιλογή είναι διαφορετικό από αυτό που πιστεύω ότι τελικά θα γίνει. Δύσκολα θα επιτευχθεί ο στόχος των 180 ψήφων, που απαιτούνται κατά την τρίτη ψηφοφορία σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Εάν πάμε σε εκλογές βλέπετε αλλαγή πολιτικού σκηνικού ή και πάλι δεν πρόκειται να «γεννήσει» κάτι τέτοιο η κάλπη;
Τα πράγματα φαίνεται κατά κάποιον τρόπο να έχουν δρομολογηθεί. Δηλαδή βλέπουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται εδώ και πολύ καιρό στις δημοσκοπήσεις. Από την άλλη όμως παρατηρούμε ότι δεν κάνει κι αυτή την απογείωση, ώστε να καταγράψει μια τέτοια δυναμική που να εγγυάται ότι μετά τις εκλογές θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση από το συγκεκριμένο κόμμα.
Τα πράγματα είναι ρευστά. Θα έλεγα όμως ότι είναι λιγότερο ρευστά από ό,τι ήταν στις εκλογές του 2012. Ας αναλογιστούμε το αποτέλεσμα του Μαΐου του 2012, που απεικόνιζε τον απόλυτο πολιτικό κατακερματισμό του εκλογικού σώματος. Πήγαμε σε εκλογές αναγκαστικά για τις ελληνικές συνθήκες, μια και η πρακτική συναινέσεων και συνεργασιών δεν υπάρχει στη χώρα μας.
Ωστόσο μετά είδαμε ότι η ανάγκη δημιούργησε κάποιες συνεργασίες. Στην αρχή βρέθηκε κώδικας συνεννόησης μεταξύ τριών κομμάτων, τώρα είναι δύο τα κόμματα στην κυβέρνηση.
Εκτιμώ ότι θα συνεχίσουμε να βασανιζόμαστε. Ίσως πάμε σε εκλογές, και δεν είναι και πάλι σαφές ποιος θα κυβερνήσει. Ελπίζω μόνο να μην ξαναπάμε στο μοντελάκι των διπλών εκλογών. Δηλαδή πάμε σε εκλογές, δεν μας αρέσει το αποτέλεσμα και ξαναπάμε σε δεύτερο γύρο.
Νομίζω ότι αυτό δεν το αντέχει ο τόπος και δεν είναι και για την αυτοεικόνα μας, της χώρας, καλό. Δεν είναι ωραία η εικόνα μιας αδύναμης χώρας όπως η δική μας στην παρούσα φάση να πηγαίνει συνεχώς σε εκλογές μέχρι να αναγκαστεί ο ψηφοφόρος να ψηφίσει με τρόπο τέτοιον που θα επιτρέψει σε ένα κόμμα να κυβερνήσει.
Θεωρώ ότι αυτό μένει να κατακτηθεί από τους κομματικούς ιθύνοντες – γιατί το εκλογικό σώμα είναι πιο μπροστά, δηλαδή βλέπει με θετικό μάτι τις συνεργασίες και τις συναινέσεις. Συνεπώς η κατάσταση είναι στα χέρια των κομματικών ιθυνόντων. Η μισή Ευρώπη, και παραπάνω θα έλεγα, κυβερνάται με συνεργασίες κομμάτων, δύο ή και περισσοτέρων.
Δεν καταλαβαίνω ποιες είναι οι τόσο μεγάλες διαφορές που δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε συνεργασίες. Έχουν περάσει χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, το ίδιο κι από το τέλος της δικτατορίας, η μεταπολίτευση έχει ωριμάσει. Μήπως πρέπει κάπου να διαφανεί αυτή η ωριμότητα, η εμπειρία που έχει κατακτηθεί;
Είμαστε στο σημείο που πρέπει να γίνει κάποια πρόοδος. Θα υποχρεωθούμε να την κατακτήσουμε. Ίσως πιο επώδυνα από ό,τι θα έπρεπε ή θα άρμοζε στη στιγμή. Όμως δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα. Έχουμε φύγει από εκείνο το μοντέλο όπου δύο κόμματα κατεξουσίαζαν. Δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Ο πλουραλισμός στο κομματικό σύστημα έχει αυξηθεί, και σε κάθε περίπτωση τα κόμματα-μαμούθ, καθένα από τα οποία μπορούσε να κυβερνάει μόνο του, δεν υπάρχουν πλέον. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να έχει αυτή τη δυναμική σε αυτό το επίπεδο του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ, για να κυβερνήσει μόνος του. Και η ΝΔ όμως έχει χάσει τη δυναμική της παλαιότερης συντηρητικής παράταξης, που μπορούσε να κυβερνά μόνη.
Τα κόμματα πρέπει να δουν την πραγματικότητα και να λάβουν υπόψη ότι το εκλογικό σώμα βλέπει θετικά αυτή την αλλαγή. Μια διακυβέρνηση με συνεργασία και συγκυβέρνηση. Αυτό χρειάζεται η χώρα, και όχι συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.