Την ιστορία του ίσως την έχετε ξανακούσει. Μοιάζει λίγο-πολύ με τις ιστορίες άλλων ομογενών που έχουν έρθει τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα.
Γεννήθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά ως Έλληνες Πόντιοι πάντα ονειρεύονταν να έρθουν στη μητέρα πατρίδα. Και τα κατάφεραν. Ρίζωσαν εδώ. Απέκτησαν οικογένεια, τη δική τους δουλειά, έμαθαν καλύτερα την ελληνική γλώσσα και ενσωματώθηκαν στην κοινωνία χωρίς όμως να αφομοιωθούν και να χάσουν την ποντιακή συνείδησή τους.
Σ’ αυτή την πληθυσμιακή ομάδα ανήκει και ο Βασίλης Τσενκελίδης, ο ιστορικός-δημοσιογράφος ο οποίος ηγείται της ρωσικής έκδοσης του pontos-news.gr, που σήμερα φιλοξενεί την ιστορία της ζωής του μέσα από μια συνέντευξη γεμάτη Ελλάδα και Ρωσία.
Από πού είσαι;
Είμαι ποντιακής καταγωγής, από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Η οικογένειά μου προέρχεται από τον Πόντο. Από την πλευρά της μητέρας από την Τραπεζούντα και από την πλευρά του πατέρα από την Σαμψούντα. Η οικογένεια του πατέρα μου πήγε στη Ρωσία το 1885, πριν από τον ξεριζωμό ακόμα, και της μητέρας μου το 1918 με τον ξεριζωμό.
Μέχρι το 1949 ζούσαν στο Αικατερινοντάρ που σήμερα λέγεται Κρασνοντάρ. Στη συνέχεια και οι δύο οικογένειες εξορίστηκαν στο Καζακστάν. Εκεί μεγάλωσαν και γνωρίστηκαν οι γονείς μου.
Γάμος Κωνσταντίνου Τσενκελίδη και Άννας Συμεωνίδου
Και οι σπουδές σου;
Το 1986 τελείωσα το σχολείο, κι επειδή δεν πέρασα στο πανεπιστήμιο, εργάστηκα μια χρονιά ως καθηγητής και δίδασκα Ιστορία και Γερμανικά σ’ ένα κοζάκικο χωριό. Ένα χρόνο μετά, το 1987, πέρασα στο κρατικό Πανεπιστήμιο του Κρασνοντάρ, που υπαγόταν στο Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ, και άρχισα να σπουδάζω Ιστορία. Διέκοψα το 1988 για να πάω στο στρατό.
Εδώ πώς και γιατί ήρθες;
Στο παρελθόν δεν ήταν εύκολο να φύγεις από την ΕΣΣΔ και να έρθεις στην Ελλάδα. Μάλιστα τη δεκαετία του 1930 θεωρούσαν πράκτορες τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης και δεν τους δέχονταν εδώ. Βέβαια, εμείς οι Πόντιοι πάντα σκεφτόμασταν να έρθουμε. Ήταν το όνειρό μας.
Έτσι, όταν το 1987 άνοιξαν τα σύνορα, οι γονείς μου πρόσεξαν πως υπήρχε κύμα φυγής Ποντίων και αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο κάποια στιγμή.
Το 1989, κι ενώ υπηρετούσα, με επισκέφθηκαν για να ρωτήσουν τη γνώμη μου. Προφανώς και ήθελα να έρθω στην Ελλάδα. Έτσι πήγαν στο ελληνικό προξενείο για να μάθουν τι χαρτιά χρειαζόμαστε. Η Αθήνα είχε αρχίσει να δίνει ειδικές προσκλήσεις στους Πόντιους για να μετοικήσουν στην Ελλάδα με τον όρο παλιννόστηση, δίνοντας υποσχέσεις για βοήθεια σε διάφορα επίπεδα – πράγμα που δεν έγινε.
Ο κόσμος έφευγε κατά χιλιάδες. Έβλεπαν ότι τα παιδιά τους δεν μιλάνε ελληνικά και υπήρχε φόβος να χάσουν την ταυτότητά τους. Δεν ήταν αιτία το οικονομικό. Η οικονομική κατάσταση μας, αλλά και γενικά του ελληνικού στοιχείου, εκεί ήταν καλή. Γι’ αυτό καταφέραμε να σταθούμε εδώ.
Εξάλλου πάντα δουλεύαμε, πάντα προσπαθούσαμε. Εδώ μας έφερε η ανάγκη να έρθουμε στην πατρίδα.
Το σύστημα στη Σοβιετική Ένωση σε υποχρέωνε εάν έφευγες να τα αφήσεις όλα πίσω σου. Να κόψεις όλους τους δεσμούς. Έπρεπε να επιστρέψω το πιστοποιητικό που βεβαίωνε ότι ανήκα στην κομμουνιστική νεολαία, το φύλλο πορείας του στρατού, να διακόψω τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο.
Ένα χρόνο αφότου φύγαμε, άλλαξε η κατάσταση εκεί. Πήγα, μίλησα με τον κοσμήτορα της σχολής και μου είπε ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να τελειώσω τις σπουδές μου. Είχα ήδη κάνει δυο χρόνια και τα υπόλοιπα τρία τα ολοκλήρωσα διά αλληλογραφίας, πηγαίνοντας στη Ρωσία κάθε έξι μήνες για τις εξετάσεις.
Ελληνικά μιλούσες;
Παρόλο που στην οικογένειά μας τηρούσαν την παράδοση και μιλούσαν τα ποντιακά, εμείς δεν τα γνωρίζαμε καλά τα ελληνικά. Οι γονείς μιλούσαν με τους παππούδες ποντιακά αλλά σ’ εμάς ρώσικα. Αποτελούσα εξαίρεση γιατί το είχα πάρει πατριωτικά το θέμα των ελληνικών.
Η οικογένεια Τσενκελίδη μπροστά από το σπίτι τους στο Καζακστάν, το 1990, μαζί με τους Γερμανούς νέους ιδιοκτήτες
Από τη στιγμή που ξεκίνησα την α΄ δημοτικού και έμαθα να γράφω, είχα φτιάξει ένα ρωσοποντιακό λεξικό για μένα κι έτσι μάθαινα ποντιακές λέξεις. Όταν συσσωρεύτηκαν οι γνώσεις είχα την ικανότητα να καταλαβαίνω, και μιλώντας με εκείνους που γνώριζαν τα ποντιακά, μπόρεσα να μάθω. Στο πανεπιστήμιο γνώρισα ανθρώπους που ήρθαν από άλλες περιοχές όπου η ποντιακή είχε διατηρηθεί περισσότερο (όπως το Σοχούμι) και έτσι εξασκήθηκα.
Άρα όταν ήρθες εδώ δεν δυσκολεύτηκες με τη γλώσσα;
Παράλληλα με τα ποντιακά προσπαθούσα να μαθαίνω και νεοελληνικά.Τους πρώτους 3-4 μήνες δυσκολεύτηκα λίγο, αλλά μετά μπορούσα να μιλάω σχετικά καλά. Μετέφραζα βέβαια. Ελληνικά άρχισα να σκέφτομαι μετά από 2-3 χρόνια. Ήξερα όμως να γράφω από πριν.
Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;
Σε σουπερμάρκετ, στην οικοδομή… Τότε δεν υπήρχε πρόβλημα να βρούμε δουλειά.
Σας προσλάμβαναν εύκολα, με δεδομένο ότι είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται αρνητικά ο όρος «ρωσοπόντιος»;
Δεν είχαμε πρόβλημα επειδή είχαμε έρθει από το εξωτερικό. Το πώς μας έλεγαν άλλαζε κάθε φορά. Στην αρχή μας έλεγαν «ρωσοπρόσφυγες», μετά που κατάλαβαν ότι είμαστε Πόντιοι μας έλεγαν «ρωσοπόντιους». Κάθε φορά άλλαζε το όνομα. Όμως καθώς άρχισαν να έρχονται ξένοι στην Ελλάδα, συνειδητοποίησαν ότι είμαστε Έλληνες. Γενικά ο τοπικός πληθυσμός δεν ήταν αρνητικός απέναντί μας.
Δεν σε ενόχλησε που έπρεπε να κάνεις δουλειές του ποδαριού ενώ είχες σπουδάσει;
Ήμουν πολύ ρομαντικός σε ό,τι είχε να κάνει με την Ελλάδα. Έβλεπα την Ακρόπολη και έλεγα «δεν πειράζει, ό,τι δουλειά και να κάνω είμαι καλά… αφού είμαι εδώ». Όχι ότι εκεί όπου ζούσα δεν ήταν ελληνικά μέρη. Απλώς στην Ελλάδα ήταν πιο εύκολο να διατηρήσουμε την ελληνικότητά μας.
Βέβαια η αλήθεια είναι ότι πολλοί που ήρθαν εδώ απογοητεύτηκαν, γιατί είδαν πως ούτε εδώ υπάρχει ο πατριωτισμός που περίμεναν. Δηλαδή ενώ υπήρχε ο πολιτισμός, η ελληνική γλώσσα, ο κόσμος δεν σκεφτόταν πατριωτικά αλλά κοσμοπολίτικα.
Και γι’ αυτό στις περιοχές όπου ο πληθυσμός αποτελείται αμιγώς από Ποντίους με καταγωγή από τη Σοβιετική Ένωση, οι άνθρωποι καταλαβαίνοντας ότι οι γύρω τους δεν ενδιαφέρονται για τα πατριωτικά πράγματα, «έκλεισαν» τις κοινωνίες τους.
Εγώ επέλεξα να ενσωματωθώ. Όπως και οι περισσότεροι που ήρθαμε στην Ελλάδα. Είχαμε συνειδητοποιήσει πώς σήμερα δεν μπορείς να βρεις Έλληνα με περικεφαλαία και ασπίδα.
Πίστεψες ότι θα τα καταφέρεις ή υπήρξαν στιγμές που ένιωθες απογοητευμένος;
Όταν πέρασα τα σύνορα και ήρθα σε επαφή με τους τελωνειακούς, οι οποίοι μιλούσαν τη μητρική γλώσσα, ήμουν ευτυχισμένος. Και κάθε φορά που πήγαινα στη Ρωσία και επέστρεφα, εγώ ένιωθα ότι γύριζα σπίτι.
Σε αποστολή για το pontos-news.gr στο Μερτσάνσκογιε με την γηραιότερη γυναίκα του χωριού
Όλους μας ενδιέφερε ότι θα ζήσουμε σε περιβάλλον ελληνικό. Και για να είμαστε δίκαιοι, το ελληνικό περιβάλλον είναι ευχάριστο και θετικό. Εδώ δεν υπάρχει η ξενοφοβία που υπάρχει στο εξωτερικό. Ο Έλληνας δέχεται καλύτερα τον ξένο απ’ ό,τι άλλοι λαοί.
Μετά από 24 χρόνια που είσαι στην Ελλάδα, πολλά έχουν αλλάξει στη ζωή σου…
Ενάμιση χρόνο αφότου ήρθα εδώ, παντρεύτηκα με μια κοπέλα ποντιακής καταγωγής επίσης. Έχουμε τρία παιδιά που μιλάνε ελληνικά, αλλά όχι ρωσικά. Εκτός από τον μεγάλο μας γιο, που επειδή πρόλαβε τον παππού έχει ακούσει περισσότερο τη γλώσσα. Είναι δηλαδή Έλληνας που προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα των γονιών του.
Τελικά η πατρίδα σε υποδέχθηκε όπως φανταζόσουν; Φροντίζει τους ομογενείς που έρχονται εδώ;
Η Ελλάδα είναι πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι. Εμείς υποδεχόμαστε τους ομογενείς που έρχονται εδώ. Όχι η Ακρόπολη.
Είναι κατανοητό ότι η Ελλάδα δεν ήταν τόσο οργανωμένη π.χ. σαν τη Γερμανία που υποδέχθηκε πολύ καλά τους Γερμανούς της Σοβιετικής Ένωσης, τους βοήθησε να ενσωματωθούν γρήγορα. Όμως η χώρα έχει περάσει πολιτικά γεγονότα που την πήγαν πίσω σε διάφορα επίπεδα. Όπως ο Εμφύλιος. Γι’ αυτό οφείλουμε να βλέπουμε τα πράγματα και από τις δυο πλευρές πριν να κρίνουμε.
Ρατσισμό εσύ και η οικογένειά σου αισθανθήκατε;
Όχι. Η αλήθεια είναι ότι εμάς από την αρχή μας είδαν ως Πόντιους. Εξάλλου κι εμείς ζούσαμε σαν Έλληνες στο Καζακστάν.
Ο Βασίλης Τσενκελίδης μπροστά από το πατρικό του στο Αμπίνσκ
Το χωριό μου θα μπορούσε να είναι ένα χωριό δίπλα στην Κοζάνη. Μεγαλώσαμε ως Έλληνες, καταλαβαίναμε το χαρακτήρα του Έλληνα, κι έτσι μας δέχθηκαν.
Αισθανόσουν λιγότερο Έλληνας εδώ από ό,τι στη Ρωσία, λόγω των ρυθμών της ζωής;
Αυτό συμβαίνει πάντα. Όταν πας στη χώρα σου, όπου γύρω δεν υπάρχουν ξένοι, δεν πιέζεσαι να κρατηθείς σε ένα επίπεδο, χαλαρώνεις.
Όταν ήμουν μαθητής στο Καζακστάν προσπαθούσα να είμαι καλύτερος από τους άλλους γιατί ήμουν Έλληνας. Δεν γινόταν να είσαι Έλληνας και κακός μαθητής. Από την αρχαιότητα οι Έλληνες είναι πάντα έξυπνοι. Δεν θα μπορούσα να μην είμαι κι εγώ.
Η Ελλάδα, μια χώρα με ιστορία χιλιάδων ετών, σε κάνει να είσαι υπερήφανος κάθε στιγμή. Άλλες χώρες προσπαθούν ακόμα και να καπηλευτούν την ιστορία μας. Παράδειγμα οι Σκοπιανοί που προσπαθούν να πείσουν ότι είναι Μακεδόνες. Εμείς είμαστε τυχεροί με την ιστορία που κουβαλάμε. Μόνο η ιστορία θα μας βοηθήσει να μείνουμε ενωμένοι και με ψηλά το κεφάλι.
Τελικά το ταξίδι από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα άξιζε;
Δίχως αμφιβολία!