Ασεβής, ανορθόγραφος, γελοιογράφος. Η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα, είναι οι πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες στην ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας. Το πενάκι του Μποστ, κατά κόσμο Χρύσανθου (Μέντη) Μποσταντζόγλου σταμάτησε να σκιτσάρει στις 13 Δεκεμβρίου 1995.
Γεννημένος το 1918 στην Κωνσταντινούπολη διέπρεψε ως θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και στιχουργός αλλά πάνω απ’ όλα θα μείνει στην ιστορία για τις (εκτός ορίων ευπρέπειας καμιά φορά) γελοιογραφίες του.
«Xείμαρρος ασυγκράτητος ήσαν αι λέξεις που ανέβλυσαν από την ψυχήν του. Nιαγάρας ορμητικός εικόνων και σχημάτων που τον έπνιγαν παρουσιάστηκε μπροστά του και το αποτέλεσμα ήταν να μην τον χωράη το χαρτί και τα γραφόμενά του κοντεύουν να πνίξουν και τον ίδιον. Kακός όμως δεν είναι (…). Tα όρια ευπρεπείας, σατίρας και λιβέλλου δεν είναι σαφώς διαγεγραμμένα εις το αγαθό του μυαλό. Ήκουσε κάποτε ότι η ζωή είναι ζούγκλα, του ενετυπώθη, κι έκατσε εις τον μονόδρομον ωπλισμένος με το ρόπαλόν του», έγραφε στο αυτοβιογραφικό σημείωμα του προλόγου για Tο λέφκομά μου (1960).
Από την έκθεση που διοργάνωσαν το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ και το Μουσείο Μπενάκη (φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Αλ. Μπελτές)
Μαθητής Γυμνασίου ο Μποστ ξεκίνησε να σκιτσάρει με το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών την οποία όμως παράτησε έπειτα από έξι μήνες. Τρία χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, συμμετέχει στην Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και βιβλίων. Το 1952 πηγαίνει στην Καθημερινή, που τότε λειτουργούσε υπό τη διεύθυνση της Ελένης Βλάχου. Η δουλειά του αρχικά είναι ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Σταδιακά περνάει στις Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος και στη συνέχεια στον Ταχυδρόμο ως σκιτσογράφος.
Από την έκθεση που διοργάνωσαν το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ και το Μουσείο Μπενάκη (φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Αλ. Μπελτές)
Η αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη Μαμά-Ελλάς θα ξεκινήσει να σχολιάζει την επικαιρότητα, μαζί με τα παιδάκια της, από το 1959 μέσα από τη στήλη «Το μποστάνι του Μποστ». Για την Ανεργίτσα έμπνευση ήταν ο γάμος του Σάχη με τη Σοράγια στην Περσία. «Ήταν τρομακτικό γεγονός. Μιλούσε η Ελλάδα πέντε μήνες. Και θυμάμαι ότι έκανα την Ανεργίτσα που ήταν στην Τεχεράνη και έγραφε στη μαμά της εντυπώσεις από το γάμο», αφηγούνταν τον Ιούλιο του 1995 στον Άρη Σκιαδόπουλο στην εκπομπή «Νυχτερινός Επισκέπτης». Ο σχολιασμός γίνεται, επίτηδες, με ανορθόγραφους στίχους. «Όταν πρωτοξεκίνησα έφτανα το χιούμορ στην υπερβολή. Τώρα, κάπου-κάπου, χρησιμοποιώ την ανορθογραφία. Όπου μου χρειάζεται», έλεγε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 o Μποστ θεωρεί ότι με τις ανορθογραφίες και τη γελοιοποίηση της καθαρεύουσας ίσως μπορούσε να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Λόγιες εκφράσεις ανακατεύονται με λαϊκές, η ανορθόγραφη απόδοση του ήχου δημιουργεί εσκεμμένα συνειρμούς και ο ημιμαθής Έλληνας διακωμωδείται σε μια εποχή που –κατά δήλωση του Μποστ– η δημοτική θεωρούνταν «ύποπτη».
Σε πολλά από τα κείμενά του ο Μποστ γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής που διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα. Ο μικροαστός Έλληνας των μεταπολεμικών δεκαετιών κυριαρχεί, ωστόσο από τη σάτιρα δεν ξεφεύγουν η ξενομανία, οι έντονες ταξικές αντιθέσεις, η εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα, η εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και ο θεσμός της Βασιλείας. Αν και το 1964 έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής με την ΕΔΑ και το 1981 και 1985 με το ΚΚΕ, εντούτοις η Αριστερά δεν έμεινε στο απυρόβλητο της σάτιράς του.
Σκίτσο του Μποστ πριν από τις εκλογές βίας και νοθείας: ο Καραμανλής σαν Κυναίγειρος παλεύει να μη χάσει την εξουσία (εφημερίδα Ελευθερία, 22 Οκτωβρίου 1961)
Η συνεργασία του με την εκδότρια Ελένη Βλάχου θα λήξει το 1961 εξαιτίας του κειμένου Το επάγγελμα της μητρός μου που θεωρήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Στη διάρκεια της καριέρας του εξαιτίας των πολιτικών γελοιογραφιών του θα υποστεί διώξεις και θα δεχθεί επανειλημμένα μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά αφιερώνεται στη ζωγραφική (με έργα που παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας της Επανάστασης του 1821 και ιστορικά ζευγάρια) και στο θέατρο, γράφοντας σατιρικά έργα σε δεκαπεντασύλλαβο. Το 1966 ανοίγει το δικό του κατάστημα με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι» και διακοσμεί με σκίτσα και ζωγραφιές πάνω από 27.000 είδη δώρων.
Σε περιόδους χιουμοριστικών αναζητήσεων ο Μποστ έγραψε και στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, που έγιναν επιτυχίες: «Οι Νεκροθάφται» (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου) και «Η νήσος των Αζορών» και «Ρομβία» (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση).