Κάθε φορά που ακούω το όνομά του τον σκέφτομαι με τσεμπέρι να κάνει τη γιαγιά. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κι αν έχει κάνει ωραίες δουλειές ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης από τότε! Όμως εκείνος ο ρόλος της Πόντιας γιαγιάς είναι ο αγαπημένος μου.
Με την ελπίδα να μου πει ότι θα ξαναδώ τη γιαγιά φέτος στην ολοκαίνουρια παράσταση Άγαμοι Θύται: Με το κεφάλι ψηλά!, που κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Anodos Live Stage, αλλά και για να μάθω πόσοι και ποιοι είναι οι Πόντιοι και μη που ετοιμάζονται να απογειώσουν τη νυχτερινή Αθήνα, του ζήτησα συνέντευξη.
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μίλησε στο pontos-news.gr για τους «Άγαμοι Θύται» και τη συνεύρεσή του, μεταξύ άλλων, με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον Πάνο Μουζουράκη, τον Δημήτρη Σταρόβα και τον Πυγμαλίων Δαδακαρίδη. Μίλησε από καρδιάς για τον Πόντο του και για το δεσμό του με τις χαμένες πατρίδες. Κι όλα αυτά, με χιούμορ και άποψη. Όπως δηλαδή είναι και οι παραστάσεις που σκηνοθετεί και παίζει πάνω από 20 χρόνια τώρα.
Πού έχετε μεγαλώσει;
Γεννήθηκα στην Ελλάδα, μέχρι τα έξι έζησα στην Αυστραλία και στη συνέχεια επιστρέψαμε και για οκτώ χρόνια έζησα στο χωριό μου. Σε ένα χωριό έξω από την Κοζάνη που δεν υπάρχει πια. Στη Χαραυγή. Απαλλοτριώθηκε από τη ΔΕΗ και έχει γίνει ορυχείο. Ήταν ένα ωραίο κεφαλοχώρι, περιτριγυρισμένο από έξι-επτά χωριά. Ήταν το κέντρο της περιοχής. Αλλά όλα έχουν μετατραπεί σε ορυχείο πλέον.
Η καταγωγή ποντιακή;
Από τον πατέρα μου 100%. Οι γονείς της μητέρας μου είναι από τη Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη. Κανένας από τους παππούδες μου δεν γεννήθηκε στη σημερινή Ελλάδα. Όλοι ήρθαν το ’23 από την Ανατολή.
Θυμάστε ιστορίες από τους παππούδες και τις γιαγιάδες;
Απέφευγαν να μιλήσουν για τη δυσάρεστη πλευρά. Όταν αναφέρονταν στην πατρίδα, γιατί έτσι την αποκαλούσαν, μας μετέφεραν περισσότερο τις ωραίες στιγμές, τη νοσταλγία τους, και όχι αυτά τα οποία είχαν υποστεί. Σπανίως αναφέρονταν στις στιγμές της ταλαιπωρίας μέχρι να φτάσουν εδώ. Μια φορά θυμάμαι τη γιαγιά μου να μίλησε για τότε που έφτασαν στην Καλαμαριά και τους πέρασαν από τα απολυμαντήρια. Βίωσαν την απόλυτη ταπείνωση, όντας εξαθλιωμένοι, όταν τους έφεραν τα καράβια από την Κωνσταντινούπολη. Ίσως είναι το μόνο που θυμάμαι να λένε από τη δυσάρεστη πλευρά.
Ξέρετε, υπάρχουν πράγματα που δεν ήταν θέμα διδακτικών ιστοριών. Ήταν όλη η ατμόσφαιρα που μετέφεραν, η κουλτούρα τους, η ντοπιολαλιά τους, οι συνήθειές τους, όλος ο λαϊκός πολιτισμός τους. Αυτό περνάει σε σένα βιωματικά, σε ένα δεύτερο επίπεδο. Δεν είναι μόνο θέμα ακουσμάτων, είναι όλη η στάση ζωής.
Είναι γονιδιακό;
Ενδεχομένως και να είναι. Ορισμένοι έχουμε και μια μεταφυσική σχέση με κάποια πράγματα. Δηλαδή, βλέπω ανθρώπους που γεννηθήκαμε 40-50 χρόνια μετά την προσφυγιά, οι οποίοι δεν έχουμε καμία μνήμη από εκεί, ούτε και μας έκαναν πλύση εγκεφάλου οι παππούδες με τις ιστορίες τους, και παρ’ όλα αυτά έχουμε ένα είδος νοσταλγίας, μια σχέση συναισθηματική που δεν έχει λογική. Ένα πράγμα που ούτε καν οι γονείς σου έχουν ζήσει, πώς μπορείς εσύ να το νοσταλγείς; Ο ξεριζωμός είναι μια βαθιά πληγή που μεταφέρεται στο χρόνο και τις επόμενες γενιές.
Ιεροκλής Μιχαηλίδης και Πόπη Τσαπανίδου στην παρουσίαση του ανανεωμένου pontos-news.gr
Με την ποντιακή διάλεκτο πώς τα πάτε;
Καταλαβαίνω απόλυτα και μιλάω σχεδόν καλά. Είχα ακούσματα από τη γιαγιά και μεγαλύτερος φρόντισα να μάθω περισσότερα ρωτώντας και κάνοντας προφορική εξάσκηση. Με ενδιέφεραν όλες οι ντοπιολαλιές, και πολύ περισσότερο αυτή με την οποία ήμουν εξοικειωμένος.
Χορεύετε κιόλας;
Εννοείται! Για μας ήταν αυτονόητο. Δεν χρειαζόταν να πας σε κάποιο σύλλογο για να μάθεις. Ήταν νομοτελειακό. Όταν στα 5 σου θα πήγαινες σ’ ένα γάμο, θα χόρευαν ποντιακά. Και όχι μόνο. Στη Μακεδονία υπάρχουν άνθρωποι από πολλές περιοχές. Έτσι στους γάμους άκουγες όλα τα μουσικά ιδιώματα. Μικρασιάτικα, θρακιώτικα μακεδονίτικα, αλλά και καλαματιανά και τσάμικα.
Τα πνευστά και τα χάλκινα που οι περισσότεροι από τους Έλληνες τα γνωρίσαμε από τον Μπρέγκοβιτς, για μας στη Μακεδονία ήταν ένας οικείος ήχος. Είναι ο ήχος της δυτικής Μακεδονίας. Είναι μια ολόκληρη παράδοση.
Φανταστείτε λοιπόν ότι με τα ποντιακά ήταν αυτονόητο πως κάποιος θα σου έδειχνε τα βήματα και θα χόρευες.
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης με μέλη του Συλλόγου Ποντίων Ασπροπύργου «Οι Ακρίτες του Πόντου»
Έχω την αίσθηση ότι στα βόρεια είστε πιο δεμένοι με την παράδοση απ’ ό,τι είμαστε εδώ στην Αθήνα.
Θεωρώ ότι είναι φυσιολογικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι κοινότητες που εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ελλάδα κυριαρχούσαν –ιδιαιτέρως στα μικρά χωριά αλλά και μέσα στη Θεσσαλονίκη ήταν πλειοψηφία–, κι έτσι διατήρησαν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.
Στην Αθήνα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι άνθρωποι για να επιβιώσουν έπρεπε να ενταχθούν σε ένα άλλο πλαίσιο για να μπορούν να λειτουργήσουν μαζί με άλλους ανθρώπους.
Στη βόρεια Ελλάδα κρατήθηκε ένα κομμάτι με τη γλώσσα, με τη μουσική, όχι οπωσδήποτε σε επίπεδο συνείδησης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι παλιότερες γενιές βίωσαν ασύλληπτα πράγματα. Έζησαν τους Βαλκανικούς, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Γενοκτονία, την προσφυγιά, εγκαταστάθηκαν στη μητέρα πατρίδα, τη μητροπολιτική Ελλάδα, και πριν προλάβουν να ορθοποδήσουν ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος.
Έχετε πάει στα μέρη των προγόνων σας;
Φυσικά! Εδώ συμβαίνει κάτι περίεργο. Κάποιοι από τους παππούδες μας επέστρεψαν στον τόπο τους και ξαναείδαν τα σπίτια τους. Ωστόσο η δεύτερη γενιά δεν ένιωσε την ανάγκη να πάει. Εμείς, της τρίτης γενιάς, έχουμε πάει πολλές φορές.
Εγώ είχα την τύχη να πάω με τον Αχιλλέα Βασιλειάδη [σημ. σπουδαίος καλλιτέχνης, άρρηκτα συνδεδεμένος με το ποντιακό στοιχείο], που είναι ξάδερφός μου. Η σχέση του με την ποντιακή παράδοση είναι πολύ βαθιά και κατά κάποιον τρόπο με μύησε σε αυτά τα ταξίδια. Ήταν και ο ξεναγός μας. Όταν ξεκίνησα να πηγαίνω, εκείνοι πήγαιναν ήδη σχεδόν κάθε χρόνο επί μια 15ετία. Τόσο καλά είχαν μάθει τα μέρη.
Και πάντα το ταξίδι ήταν γεμάτο εκδρομές, γλέντια ποντιακά με τους εκεί Πόντιους. Είναι Τούρκοι, μουσουλμάνοι, αλλά μιλάνε ποντιακά και χορεύουν μόνο ποντιακά. Συναισθηματικά ταξίδια ήταν αυτά.
Και στη Σμύρνη δεν έχω πάει ακόμα. Στο χωριό της άλλης γιαγιάς. Αλλά το σκέφτομαι τα τελευταία χρόνια.
Να σας ρωτήσω για την παράσταση Άγαμοι Θύται: Με το κεφάλι ψηλά! που κάνει πρεμιέρα σήμερα. Εκτός από τον βασικό κορμό των συνεργατών, τα πρόσωπα συνεχώς αλλάζουν…
Οι Άγαμοι Θύται στην ουσία δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει ένα σχήμα συγκεκριμένο – πέρα από μερικούς παλιούς συντελεστές. Δεν είναι ένα συγκρότημα, ένας θίασος, μια εταιρεία. Είναι μια ιδέα. Τι εννοώ; Είναι ένα είδος παράστασης, μια αισθητική προσέγγιση σάτιρας και μουσικής, την έμπνευση της οποίας έτυχε να έχω εγώ. Την ξεκινήσαμε το 1990 με κάποιους συνεργάτες.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Εκτός από την Ρούλα [Μανισάνου], τον Δημήτρη Σταρόβα και τον Μητρέντζη [Χρήστος] που είμαστε σχεδόν πάντα μαζί –φέτος δεν είναι μαζί μας ο Μητρέντζης, στο Μπάτμιντον δεν ήταν η Ρούλα, πρόπερσι στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν ο Σταρόβας– σε γενικές γραμμές από το ’92 και μετά επειδή έχω όλη την ευθύνη της δουλειάς φροντίζω να ανανεώνω την ομάδα.
Έχουν περάσει πολλά παιδιά από τους Άγαμους και στη συνέχεια έκαναν λαμπρή καριέρα, ή που ήδη ήταν γνωστοί όταν βρεθήκαμε μαζί. Πρόκειται για πολύ άξιους συνεργάτες. Πάνω από 50 άνθρωποι.
Πώς επιτυγχάνονται οι ισορροπίες μεταξύ σας; Στο φετινό σχήμα, για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που ο καθένας ξεχωρίζει στον τομέα του και άρα κουβαλάει και τα θέλω του. Με ποιον τρόπο καταφέρνετε να το συντονίσετε;
Να ρωτήσετε τον ψυχίατρό μου! [γέλια]
Όταν είχαμε μιλήσει πριν από λίγες μέρες μου είχατε πει ότι γίνεται χαμός στις πρόβες. Μου είχατε πει χαρακτηριστικά «οι μισοί είμαστε Πόντιοι αλλά και οι άλλοι δεν είναι καλά, οπότε καταλαβαίνετε τι γίνεται»…
Κανένας δεν είναι καλά! Δεν ξέρω πώς γίνεται. Κάνω ένα κάστινγκ που δεν έχει να κάνει μόνο με την ικανότητα των ανθρώπων με τους οποίους θέλω να συνεργαστούμε. Έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα που δημιουργούν με τον κόσμο, εάν είναι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε κι άλλου είδους επαφή, ψυχική, πνευματική. Όμως φαίνεται ότι και εγώ είμαι διαταραγμένος, αφού όλοι όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί μου είναι χάλια! [γέλια]
Είναι απίστευτοι. Ικανότατοι! Ταλαντούχοι! Με πολλή αγάπη γι’ αυτό που κάνουν, αλλά είναι τόσες οι συγκρούσεις, οι ανασφάλειές μας, που είναι μοναδικό αυτό που ζούμε. Φαίνεται ότι αυτό το είδος μαζοχισμού με τρέφει κι εμένα, γιατί πάντα εκ των υστέρων, αφού γίνει η παράσταση και οι διορθώσεις, και το πράγμα τσουλήσει, γεννιούνται συναισθήματα και σχέσεις φοβερές.
Σε παλαιότερες παραστάσεις σας θυμάμαι να μιλάτε ποντιακά…
Πάντα. Στις παραστάσεις των Άγαμοι Θύται, επειδή έγραφα κατά κύριο λόγο τα κείμενα, πάντα υπήρχε ένα σκετσάκι στα ποντιακά. Βέβαια με έναν τρόπο που να εμπεριέχει στοιχεία της νεοελληνικής για να μπορούν να το καταλαβαίνουν κι εκείνοι που δεν μιλούν ποντιακά. Πόντιοι και μη. Γιατί υπάρχουν και χιλιάδες Πόντιοι που δεν μιλούν ποντιακά.
Το ίδιο θα γίνει και στη φετινή μας παράσταση. Πρωταγωνιστές του καινούριου μικρού ποντιακού θεατρικού μας είναι ο Ιεροκλίξ και ο Σταροβελίξ. Όλη η παράσταση είναι καινούρια.
Στον τίτλο της παράστασης πώς καταλήξατε;
Συνήθως τους τίτλους στις παραστάσεις των Άγαμων Θυτών τους δίνω εγώ. Εδώ όμως είναι προϊόν συλλογικής σκέψης. Έγινε ένα brainstorming, όπως λέμε στα ποντιακά [γέλια], και τελικά από τους εκατοντάδες τίτλους που σκεφτόμασταν ήταν αυτός που επικράτησε. Η Δήμητρα [Παπαδοπούλου], ο Σταρόβας και εγώ, και μάλιστα τηλεφωνικά, τον επιλέξαμε.
Νομίζετε ότι είναι εύκολο αυτή την εποχή να έχει ο Έλληνας το κεφάλι ψηλά;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο, αλλά νομίζω ότι είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Πρέπει να έχουμε και θάρρος και κουράγιο, όχι τόσο για να αντέξουμε τα χαστούκια, αλλά για να μπορέσουμε να βρούμε λύσεις, να πούμε αλήθειες στον εαυτό μας – γιατί οι πολιτικοί τόσα χρόνια μας λένε ψέματα. Και όταν λέω «πολιτικοί» εννοώ όλο το πολιτικό σύστημα, όλες τις συνιστώσες του. Ακόμα και οι συνδικαλιστές, και μια μερίδα των δημοσιογράφων. Δεν συζητάμε τα πράγματα που θα έπρεπε. Δεν κάναμε βήματα επί της ουσίας. Έχουμε υποστεί πολλά. Δείξαμε ωριμότητα και συγκατάβαση ως κοινωνία, αλλά χρειάζεται να πάμε μπροστά. Νομίζω ότι γι’ αυτό υφιστάμεθα και τόσες πιέσεις. Πρέπει να πάμε παρακάτω. Κι ο καθένας να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Όχι μόνο σε συλλογικό επίπεδο, αλλά και σε ατομικό πρέπει να γίνουν βήματα. Συνήθως πιστεύουμε ότι οι άλλοι πρέπει να αλλάξουν και πως εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε καμία αλλαγή.
Το κοινό έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια;
Δεν μπορούμε να γενικεύουμε. Κάθε μέρα η σύνθεση του κοινού είναι διαφορετική. Μπορείς να βγάλεις ένα συμπέρασμα για τη γενικότερη συμπεριφορά του, αλλά κάθε φορά είναι ελαφρώς διαφοροποιημένο. Εάν η παράσταση είναι καλή, το κοινό πάντα αντιδρά. Έχει ανάγκη να γελάσει, να ακούσει κάποια πράγματα, να επικοινωνήσει, να σκεφτεί.
Δεν πιστεύετε ότι είναι πιο έντονη αυτή η ανάγκη τώρα;
Νομίζω ότι τα πράγματα είναι πιο δύσκολα τώρα. Χωρίς να έχουμε ξεκινήσει ακόμα, διαισθάνομαι ότι υπάρχει μια αμηχανία. Γιατί δεν υπάρχει και θέση ως προς τα πράγματα. Παρόλο που οι δικές μας θέσεις, των Άγαμων Θυτών, ήταν ξεκάθαρες και δεν έχουν αλλάξει τα τελευταία 25 χρόνια. Η δική μου θέση, βλέποντας τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της σάτιρας, της ειρωνείας και του χιούμορ, ήταν και είναι ότι πρέπει να μιλάμε για τις ευθύνες μας και όχι να λαϊκίζουμε και να λέμε ότι φταίνε οι άλλοι, οι πολιτικοί, κι εμείς είμαστε οι αθώοι. Εμείς δεν παράγουμε πολιτική με τη στενή έννοια του όρου, ούτε διδάσκουμε, ούτε κατευθύνουμε. Εμείς θέτουμε ερωτήματα και προσπαθούμε μέσα από την τέχνη να παρηγορηθούμε και να παρηγορήσουμε. Κι αν μπορούμε να πάμε τη σκέψη λίγο παραπέρα, ακόμα καλύτερα.
Τι να περιμένει ο κόσμος που θα έρθει να σας δει;
Θα ακούσει πολύ ωραία τραγούδια και θα γελάσει πολύυυυ [γέλια]. Στόχος μας είναι να περάσουν πολύ καλά, να φύγουν λυτρωμένοι από την παράσταση. Είναι βέβαια εύκολο να το λέμε, αλλά το πώς θα γίνει μένει να το δούμε. Ούτε εγώ το ξέρω. Υποθέτω ότι αυτή η σύνθεση των προσώπων, των χαρακτήρων, των κοινών, των στοιχείων, θα δημιουργήσει μια χημεία. Μέχρι σήμερα, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, το εγχείρημα έχει πετύχει. Αν συμβεί και τώρα, θα είναι ευτυχής η συγκυρία.
Εάν είχατε τους συντελεστές της παράστασης τώρα εδώ μπροστά σας, τι θα τους λέγατε;
Ηρεμήστε! [γέλια]
Ας έχουμε καλή διάθεση, να δουλέψουμε εντατικά τις τελευταίες ώρες γιατί πρέπει να πετύχουμε τον στόχο μας, να δέσει όλο αυτό που κάνουμε. Να μπορέσει ο κόσμος να απολαύσει μια βραδιά ψυχωφέλιμη!
Α, και να μην με πρήζουν! Αν και τώρα που είμαστε στην τελική ευθεία, οι αντιδράσεις αρχίζουν να καταλαγιάζουν…
Καλή επιτυχία λοιπόν!