Ζούμε σε εποχές που καταλυτικό ρόλο παίζουν οι έννοιες. Ο πολιτισμός έχει συμπτυχθεί σε έννοιες που όποιος δεν τις γνωρίζει δεν μπορεί να παρακολουθήσει την τρέχουσα πραγματικότητα.
Μιλάει ο πρωθυπουργός και αναφέρεται στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στην οικονομία. Όμως ποιος γνωρίζει επακριβώς τι σημαίνει πρωτογενές πλεόνασμα;
Μιλάει ο υπουργός των Οικονομικών και μεταξύ των άλλων αναφέρεται στο ΑΕΠ, τον Πληθωρισμό, το δημόσιο χρέος τα τοκοχρεολύσια, την συνθήκη του Μάαστριχτ κ.ο.κ., χωρίς οι πολίτες να τον καταλαβαίνουμε επειδή δεν γνωρίζουμε τις αντίστοιχες έννοιες.
Οι πολιτικοί, αν πραγματικά αγαπούν τον ελληνικό λαό, πρέπει να βρουν τον τρόπο να εξηγούνται έννοιες που δεν είναι δυνατόν να τις γνωρίζουν οι Έλληνες πολίτες – ιδιαίτερα αυτοί που δεν σπούδασαν.
Αν ως πολίτες γνωρίζαμε διαχρονικά τα βασικά, δεν θα κάναμε ως λαός τεράστια λάθη στην εκλογή ανίκανων πολιτικών που με τον ερχομό τους στην εξουσία επισώρευσαν τεράστια προβλήματα και καταστροφές στο ελληνικό έθνος.
Η άγνοια των Ελλήνων ψηφοφόρων έφερε στην εξουσία τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη στις κρίσιμες εκλογές του 1895 και εξευτέλισε τον μέγα πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη ο οποίος στις εκλογές εκείνες δεν εξελέγη ούτε βουλευτής.
Τι ήταν αυτό που έφερε την συντριβή του Τρικούπη; Ο δημαγωγός Δηλιγιάννης δεν χρειάστηκε να κάνει πολλά για να συντρίψει τον μεγάλο αντίπαλό του. Κατέβηκε στις εκλογές με απλά συνθήματα όπως: «Κάτω οι φόροι και ο φορομπήχτης Τρικούπης». Στην δε ερώτηση «ποιο είναι το πρόγραμμά σας;», απαντούσε μονολεκτικά «Το αντίθετον του Τρικούπη».
Το τραγικό λάθος της ανάδειξης του Δηλιγιάννη στην εξουσία το πλήρωσε τότε πολύ ακριβά ο ελληνικός λαός με το μαύρο 1897.
Αν είναι δύσκολο να μάθουμε όλες τις έννοιες (ιδιαίτερα αυτές με οικονομικό περιεχόμενο), δεν είναι δύσκολο να μάθουμε τις βασικές όπως ΑΕΠ, προϋπολογισμός, πρωτογενές έλλειμμα και πλεόνασμα, δημόσιο χρέος, και τι προβλέπει η συνθήκη του Maastricht.
ΑΕΠ, η Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, η εθνικό εισόδημα, είναι η συνολική παραγωγικότητα του ελληνικού λαού στη διάρκεια ενός χρόνου. Από το ΑΕΠ η κυβέρνηση μέσω της φορολογίας εισπράττει το ¼ και φτιάχνει τον προϋπολογισμό της που είναι τα έσοδα και έξοδα της επόμενης χρονιάς για να παίξει το ρόλο του κράτους. Όταν τα έσοδα του προϋπολογισμού της κάθε χρονιάς είναι μεγαλύτερα από τα έξοδα, έχουμε πλεόνασμα. Αν όμως τα έξοδα είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα τότε έχουμε έλλειμμα.
Στην περίπτωση που υπάρχουν τόκοι και χρεολύσια λόγω δημόσιου χρέους, όταν αυτά δεν συμψηφίζονται με τα έξοδα τότε το πλεόνασμα η το έλλειμμα χαρακτηρίζεται ως πρωτογενές. Άρα όταν ακούμε πρωτογενές πλεόνασμα ή έλλειμμα αυτό σημαίνει ότι στα έξοδα δεν συμψηφίζονται οι τόκοι και τα χρεολύσια του δημόσιου χρέους.
Τις τελευταίες δεκαετίες αρκετές φορές αντί για πρωτογενή πλεονάσματα οι προϋπολογισμοί εμφάνιζαν πρωτογενή ελλείμματα με αποτέλεσμα να αυξηθεί το δημόσιο χρέος και να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη που είναι και θα είναι το πρόβλημα της εθνικής μας οικονομίας.
Σε σχέση με το ΑΕΠ: Το δημόσιο χρέος το 1981 ανέρχονταν στο 27%, για να ανέβει στο 90% το 1990 και στο 120% το 1984. Στο ύψος αυτό βρισκόταν όταν ξεκίνησε η παγκόσμια κρίση, για να φτάσει στο 175% σήμερα λόγω των συνεχών ελλειμμάτων και της επί σειρά ετών μείωσης του ΑΕΠ λόγω ύφεσης.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ προβλέπει για όλα τα κράτη μέλη:
- Το ετήσιο έλλειμμα να μην είναι μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ
- Το δημόσιο χρέος να μην είναι μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ
- Ο πληθωρισμός κάθε κράτους μέλους να μην είναι μεγαλύτερος κατά 50% του μέσου πληθωρισμού των κρατών μελών. Δηλαδή αν ο μέσος πληθωρισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 2%, στην Ελλάδα να μην είναι μεγαλύτερος του 3%.
Το συμπέρασμα είναι ότι αν ακολουθούσαμε αυτά που προβλέπει η συνθήκη του Μάαστριχτ δεν θα φτάναμε στη σημερινή μας κατάντια.