Μεσημέρι Παρασκευής και η Αθήνα λάμπει από έναν χειμωνιάτικο ήλιο. Ο Νοέμβριος αποφάσισε να συμπεριφερθεί σαν χειμώνας, κι εγώ περπατάω γρήγορα στην Πατησίων για να προλάβω το ραντεβού μου στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη, στην Κυψέλη. Σκέφτομαι αν και στην Αμμόχωστο η μέρα είναι παρόμοια, και ανοίγω και άλλο το βήμα μου.
Σε ένα καφέ, σε λίγη ώρα, με περιμένει η Βικτόρια Χίσλοπ. Είναι η συγγραφέας που έκανε την Ελλάδα να κλαίει βλέποντας στη μικρή οθόνη το Νησί, αλλά και να στρέψει την προσοχή της στη Σπιναλόγκα.
Αυτή τη φορά όμως θα μιλήσουμε για την Ανατολή, το νέο της μυθιστόρημα που φλερτάρει και αυτό με τη λίστα των best seller.
Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου επιστρέφω νοερά στις σελίδες του βιβλίου της που το προηγούμενο βράδυ είχα ξενυχτήσει για να το τελειώσω. Η Βικτόρια Χίσλοπ δεν διαλέγει «ουδέτερους» τόπους για να τοποθετήσει τους ήρωές της. Η Θεσσαλονίκη των προσφύγων στο Νήμα, η Σπιναλόγκα των λεπρών στο Νησί, και τώρα η Αμμόχωστος του συρματοπλέγματος στην Ανατολή.
Η ιστορία ξεκινά σε μια πόλη της χλιδής που ζει κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο, σε μια πόλη που μοιάζει αλώβητη αλλά που τα θεμέλιά της τα ροκανίζει η βία. «Η Κύπρος ήταν σαν αμπελόφυλλο, που όταν το κρατούσες στην παλάμη σου κόντρα στο φως έβλεπες τα νεύρα να το διατρέχουν. Η απειλή της βίας σιγόβραζε παντού στο νησί», γράφει η Χίσλοπ.
Στη συνάντησή μας αργότερα θα πει: «Είχα διαβάσει εφημερίδες της εποχής εκείνης. Στην Cyprus Mail είχα δει πως λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα στην πρώτη σελίδα υπήρχαν διαφημίσεις για διακοπές. Λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα η ζωή κυλούσε κανονικά. Δεν τους απασχολούσε η πολιτική».
Η «Ανατολή» τελειώνει με μια Αμμόχωστο συρματοπλεγμένη, ρημαγμένη, τσακισμένη, και μια Κύπρο κομμένη στα δύο.
Πρωταγωνιστές σε όλη την ιστορία δύο οικογένειες: οι Ελληνοκύπριοι Γεωργίου και οι Τουρκοκύπριοι Οζκάν. Συμπρωταγωνιστές η Αφροδίτη, ο Σάββας Παπακώστα και το παράλογα πολυτελές ξενοδοχείο τους «Η Ανατολή». Πριν από την εισβολή και οι τρεις οικογένειες έχουν θρηνήσει για έναν δικό τους άνθρωπο που σκοτώθηκε είτε από χέρι Ελληνοκύπριου είτε από χέρι Τουρκοκύπριου. Και οι τρεις οικογένειες έχουν θύτες και θύματα.
Φτάνοντας στο ραντεβού στη Φωκίωνος Νέγρη νιώθω απογοητευμένη με την τύχη που επεφύλαξε η Χίσλοπ στην Αφροδίτη. Κατά τη γνώμη μου, αν και ο Μάρκος είναι το αμφιλεγόμενο πρόσωπο του βιβλίου, η συγγραφέας έπρεπε να είχε συμπεριφερθεί καλύτερα στην ηρωίδα της. Είναι το πρώτο πράγμα που της λέω. Ζητά να μάθει γιατί το πιστεύω αυτό. «Θεωρώ ότι έμεινε στον δικό της μικρόκοσμο και δεν την ένοιαξε η μοίρα του νησιού της», της απαντώ. «Μα αυτή είναι η ζωή, η ζωή είναι πάρα πολύ σκληρή».
Βέβαια, μου εκμυστηρεύεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος της κάνει παρατήρηση για τη πορεία που παίρνει η ζωή των ηρώων της. «Όταν πέθανε η Ελένη στο Νησί, πολλοί με έπαιρναν και μου έλεγαν “γιατί το έκανες αυτό, είναι σαν να την δολοφόνησες”».
Η Βικτόρια Χίσλοπ φωτογραφημένη στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη (φωτ.: Κώστας Κατσίγιαννης για το pontos-news)
Καθόμαστε πλέον η μια αντίκρυ στην άλλη, αφού πρώτα εκείνη έχει υπακούσει πρόθυμα στις εντολές του φωτογράφου. Έχει δεχτεί να βγει έξω στη λιακάδα για να φωτογραφηθεί στον πεζόδρομο. Έχει ποζάρει με το βιβλίο στα χέρια και έχει ήδη υπογράψει το δικό μου αντίγραφο. Στα ελληνικά και με ολόσωστη ορθογραφία.
Όλη μας η κουβέντα γίνεται στα ελληνικά. Ελάχιστες φορές χρησιμοποιεί αγγλικές λέξεις, ακόμα πιο λίγες ολόκληρες αγγλικές φράσεις. Η Βικτόρια Χίσλοπ είναι μια Βρετανίδα με ελληνική καρδιά. Την ημέρα που την συνάντησα μόλις είχε γυρίσει στην Αθήνα από περιοδεία στην Κρήτη. Το διαμέρισμα που νοικιάζει βρίσκεται στα Πατήσια, 10 λεπτά από εκεί που πίνουμε καφέ. «Δεν με ξενίζει η πολυπολιτισμικότητα της περιοχής. Και το Λονδίνο έτσι είναι. Μου έχει περάσει από το μυαλό να γράψω ένα βιβλίο για την Αθήνα της κρίσης», λέει.
Είμαι σίγουρη ότι τις ερωτήσεις που έχω σημειώσει τις έχει απαντήσει ήδη αρκετές φορές. Όμως έχω την πλήρη προσοχή της και συνεχίζει να τις απαντά κοιτώντας με σταθερά στα μάτια.
Από μια έρευνα στο διαδίκτυο ξέρω ότι είχε βρεθεί στην Κύπρο το 1978, λίγο μετά την εισβολή. Ήταν το καλοκαίρι προτού ξεκινήσει τις διακοπές της, και αναζητούσε μια περιπέτεια. Ταξίδεψε μόνο στο βόρειο, το κατεχόμενο κομμάτι του νησιού, πήγε στην αρχαία Σαλαμίνα, την πόλη που αγαπάει και η Αφροδίτη στο βιβλίο.
Γνωρίζω ήδη ότι αποφάσισε να γράψει το βιβλίο βλέποντας την τρομακτική εικόνα μιας Αμμοχώστου παγωμένης στο χρόνο. Ζητώ να μου πει αν τελικά μπόρεσε να περάσει μέσα από το συρματόπλεγμα και αν είδε όντως την ανατολή του ήλιου από εκεί.
«Δεν είχα την τύχη να την δω, αλλά η φαντασία μου με έχει πείσει. Άλλωστε είναι συμβολικό. Οι άνθρωποι στην Κύπρο περιμένουν την ανατολή που δεν έχει έρθει ακόμη. Είδα όμως από κοντά την Αμμόχωστο όπως είναι σήμερα. Πήγα στο συρματόπλεγμα γύρω-γύρω. Και από ένα ψηλό κτήριο. Είδα όχι μόνο τα ξενοδοχεία, αλλά και τα παλιά σπίτια και τα εστιατόρια. Δεν ήταν δύσκολο να φανταστείς πόσο όμορφη ήταν. Είδα και φωτογραφίες. Πήγα στην παραλία αρκετές φορές. Η άμμος εκεί δεν είναι σαν αυτή που έχουμε στην Κρήτη, για παράδειγμα. Είναι πιο λεπτή, πιο ελαφριά. Εκπληκτική! Μου είχαν δώσει άδεια για να μπω μέσα πριν από τρία χρόνια. Ήταν τόσο συναρπαστικό, αλλά την επόμενη μέρα όταν πήγα μου είπαν ότι η άδεια δεν εξαρτάται μόνο από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Δεν μου εξήγησαν, αλλά κατάλαβα ότι είχε να κάνει με την Άγκυρα. Κρίμα».
Το συρματόπλεγμα στην παραλία της Αμμοχώστου (φωτ.: Κάτια Χριστοδούλου / ΑΠΕ-ΜΠΕ)
«Στα βιβλία σας διαλέγετε τόπους συναισθηματικά συμμέτοχους, που ορίζουν την μοίρα των ανθρώπων. Γιατί;», την ρωτάω. Αρχικά μου απαντά ότι υπάρχει δράση στους συγκεκριμένους τόπους. Ακόμα. Εξηγεί: «Για μένα και με τη Σπιναλόγκα και με την Αμμόχωστο τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και ξενοδοχεία είναι ακόμα γεμάτα με κάτι. Δεν είναι φαντάσματα. Όλοι λένε ότι η Αμμόχωστος είναι πόλη-φάντασμα. Αλλά δεν έχει φαντάσματα που την στοιχειώνουν, έχει μέσα αναμνήσεις. Όταν έφυγαν οι άνθρωποι, υπήρχε ακόμα κάτι εκεί από αυτούς. Ίσως ελπίδες. Όλα τα ρούχα. Ίσως τώρα να είναι όλα κατεστραμμένα από τα ποντίκια, αλλά η ιδέα ότι μέσα υπήρχαν τόσο πολλά πράγματα, σημαντικά πράγματα για τους κατοίκους… Βιβλία, κοσμήματα, παπούτσια, καθημερινά πράγματα ήταν μέσα. Και ήλπιζαν να γυρίσουν όλοι. Ήταν μια μεγάλη έκπληξη που δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν ποτέ».
Η Βικτόρια Χίσλοπ προτού ξεκινήσει να γράφει ένα βιβλίο πηγαίνει στο μέρος όπου πρόκειται να ζήσουν (και ίσως να πεθάνουν) οι χαρακτήρες της. Μένει για μέρες ή και για εβδομάδες, κάνει έρευνα. Παραδέχεται, όμως, ότι πρώτα αγαπά ένα μέρος και μετά γράφει γι’ αυτό.
«Στην αρχή είναι το μέρος. Αυτό είναι η αρχή για όλα τα βιβλία μου. Πήγα στη Θεσσαλονίκη, την είδα. Για τον Γυρισμό πήγα στη Γρανάδα κι εκεί είδα ένα σπίτι που ήταν απίστευτο, που ήταν η αρχή της έμπνευσης. Και με τη Σπιναλόγκα ήταν η επίσκεψη.
Σήμερα η Βρετανίδα συγγραφέας είναι πρέσβειρα για την αντιμετώπιση της λέπρας που εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα σε χώρες όπως η Ινδία και το Μπαγκλαντές. Τον «τίτλο» αυτό τον οφείλει στο Νησί. Αν και δηλώνει ότι δεν γράφει ένα μανιφέστο αλλά ένα μυθιστόρημα όπου οι χαρακτήρες κάνουν ό, τι θέλουν, μήπως θα επιδίωκε έναν παρόμοιο ρόλο πρέσβειρας για την Κύπρο;
«Όχι ακριβώς. Κάνω όμως αρκετή φασαρία για την Αμμόχωστο. Το βιβλίο μου στην Αγγλία έχει πουλήσει σχεδόν 60.000 αντίτυπα. Τώρα πια 60.000 περισσότεροι άνθρωποι που δεν ήξεραν την ιστορία της και ότι είναι ακόμα έτσι, έχουν μάθει για την Αμμόχωστο. Με αυτό τον τρόπο, ίσως, είμαι σαν πρέσβης γιατί είναι ένα έγκλημα. “Διαφημίζω” το έγκλημα», λέει.
Τους επόμενους μήνες η Ανατολή θα κυκλοφορήσει σε αρκετές ακόμα χώρες. Στην Αγγλία πρόκειται να γίνει επανεκτύπωση της φτηνής έκδοσης. Η Βικτόρια Χίσλοπ μου λέει ότι σκέφτεται να προσθέσει μερικές σελίδες, να γράψει κάτι σαν επιπλέον επίλογο.
«Δεν ξέρω ακόμα ακριβώς τι. Αλλά κάτι που θα λέει ότι η Αμμόχωστος είναι μέχρι τώρα ακριβώς έτσι. Για την περίπτωση, δηλαδή, που οι αναγνώστες δεν έχουν πάρει το μήνυμα ότι ακόμα δεν έχει βρεθεί λύση. Ότι ακόμα τα σπίτια των ανθρώπων τούς περιμένουν μέσα από το συρματόπλεγμα».
Σκέφτεται και κάτι ακόμα. Ίσως μια διαδικτυακή συλλογή υπογραφών.
«Στην Αγγλία υπάρχει μια πολύ σημαντική οργάνωση που συγκεντρώνει υπογραφές. Κάνουν εκπληκτική δουλειά. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι σημαντικές αλλαγές σε νόμους, σε συγκεκριμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Ίσως κάτι τέτοιο. Θα γράψω κάτι που ο άλλος θα το διαβάσει και θα σκεφτεί “Θεέ μου, είναι φρικτό. Πρέπει να κάνουμε κάτι”. Να βάλει το όνομά του. Να σκεφτεί “Είμαι Ευρωπαίος, η Κύπρος είναι Ευρώπη, αυτό είναι λάθος. Κάτι πρέπει να γίνει. Θα έπρεπε να είναι στην κορυφή της ατζέντας πάντα. Η Αμμόχωστος πρέπει να είναι παρούσα. Δεν έχουμε λύση, αλλά δεν θα ξεχάσουμε”. Γιατί μέσες-άκρες είναι ξεχασμένη. Χιλιάδες άνθρωποι φαίνεται ότι δεν είναι αρκετά σημαντικοί. Δεν μπορούν να έχουν τα δικαιώματά τους».
Τελικά για τη Χίσλοπ, όπως και για τους ήρωες του βιβλίου της, δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Την ρωτώ αν με βάση το φινάλε του βιβλίου της, που έχει μια νότα αισιοδοξίας, το φινάλε για την Αμμόχωστο –κάποια στιγμή– θα είναι εξίσου αισιόδοξο. Μου απαντά χρησιμοποιώντας την ηρωίδα της, την Ειρήνη Γεωργίου: «Ναι, γιατί η Ειρήνη ονειρεύεται. Βλέπει κάτι, είναι όνειρο, αλλά ίσως είναι η αλήθεια. Λίγο σαν ένα όραμα».
- Βικτόρια Χίσλοπ, H Ανατολή (μτφρ.: Αναστασία Καλλιοντζή), εκδ. Διόπτρα, Αθήνα 2014.