Μπορεί η Αμφίπολη να είναι εκείνη που μονοπωλεί το ενδιαφέρον, ωστόσο αλλάζοντας κανείς νομό και πηγαίνοντας πιο βόρεια, στο νομό Έβρου, πέφτει πάνω σε μια ανασκαφή που ξεκίνησε το 1996 και εσχάτως διεκδικεί την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας.
Στη ΝΑ πλευρά του Διδυμοτείχου βρίσκεται ο λόφος της Αγίας Πέτρας τον οποίο ο καθηγητής Γεώργιος Μπακαλάκης –γνωστός κυρίως για το ανασκαφικό έργο του στη Θράκη, το Δίον και τη Βεργίνα– τον είχε ταυτίσει με την Πλωτινόπολη.
Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο συγκεκριμένος λόφος, με τη στρατηγική θέση, είχε διαπιστωθεί πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ανασκαφή της Πλωτινόπολης πραγματοποιείται από την ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών Κλασικών Αρχαιοτήτων με χρηματοδότηση του δήμου Διδυμοτείχου. Οι εργασίες, που ξεκίνησαν πάλι τον Ιούλιο, έχουν επικεντρωθεί στην ανατολική πλαγιά του λόφου, ακριβώς απέναντι από τον ποταμό Έβρο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 εκεί ανασκάφηκε κτίριο με ψηφιδωτά δάπεδα.
Αυτό που ήρθε στο φως και ανακαλύπτεται κομμάτι-κομμάτι είναι η συνέχεια του ψηφιδωτού που αποτελεί μέρος ενός δαπέδου (προφανώς) ρωμαϊκού λουτρού. Η αποχωμάτωση έχει ολοκληρωθεί στα 90 από τα 140 τ.μ. του τεράστιου ψηφιδωτού, αλλά οι αρχαιολόγοι μιλούν ήδη για τη σπανιότητάτου αφού απεικονίζει ένα ασυνήθιστο για την περιοχή θέμα με θαλάσσια μυθικά όντα.
Στην κεντρική παράσταση κυριαρχούν ιχθυοκένταυροι, δελφίνια, Νηρηίδες, αλλά και ο νεαρός Έβρος, ο γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου, να αναδύεται από το νερό.
Στα δυτικά αυτής της παράστασης αποκαλύφθηκε άλλη μία, όπου απεικονίζεται ένας θαλάσσιος ίππος με τον Έρωτα να κρατάει τα χαλινάρια του, ένας Έρωτας σκεπτόμενος, ένας μαίανδρος με παραλλαγή. Στο κάτω μέρος του ψηφιδωτού υπάρχουν δύο πουλιά με φυτικά μοτίβα και ένας κόμβος του Σολομώντα. Η όλη παράσταση περικλείεται από βλαστόσπειρες και κισσόφυλλα, που προϊδεάζουν για τη λατρεία του Διόνυσου.
Το ψηφιδωτό χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα και τις αρχές του 3ου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, ο συγκεκριμένος χώρος βρισκόταν σε χρήση από τον 2ο μέχρι το τέλος του 6ου μ.Χ αιώνα. Στις αρχές του 7ου αιώνα, άλλωστε, σταματάει και η κατοίκηση στην Πλωτινόπολη.