Δεν χρειάζεται καν να αναφέρεις το επίθετό του. Αρκεί να πεις το «Γώγος». Η λύρα του, άλλωστε, μαζί με το όνομά του θεωρούνται σήμα κατατεθέν του Πόντου, όσων έμειναν πίσω και αυτών που ήρθαν μαζί με τους πρόσφυγες στη νέα πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο που ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης τον αποκαλούσε «πατριάρχη της ποντιακής λύρας».
Ο Γώγος Πετρίδης, κατά μία εκδοχή, «μαθήτευσε» δίπλα στον καλύτερο, που δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του.
Ο Σταύρης Πετρίδης θεωρούνταν από τους πιο διάσημους λυράρηδες και τραγουδιστές του Πόντου. Όταν πέθανε πάμφτωχος στη Θεσσαλονίκη, θέλησαν να τον θάψουν μαζί με τη λύρα του.
Όπως περιγράφει ο συγγραφέας Γιώργος Ανδρεάδης, ο παπα-Νικόλας, «γνωστός ιερέας με ένα και μοναδικό ράσο» έσκυψε, πήρε τη λύρα και την έδωσε στον Γώγο λέγοντας: «Αυτή η λύρα έχει ψυχή, παιδί μου, και δεν μπαίνει μέσα στον τάφο». Ο Γώγος ήταν τότε 32 ετών. Παίρνει στα χέρια την κεμεντζέ του πατέρα του και τον αποχαιρετά με ένα μοιρολόγι που το τραγούδησε η μάνα του.
Η κυρα-Κίτσα, όμως, δεν ήθελε ο μοναχογιός της να γίνει λυράρης, και πολύ περισσότερο να ακολουθήσει τα χνάρια τού εκ πεποιθήσεως γλεντοκόπου Σταύρη, ο οποίος έλεγε τον εξής στίχο για τον εαυτό του: «Ο Σταύρης ο κεμεντσετζής, με κάμποσα παιδία, | Επαίρεν την παρέαν ατ’ κι εξέβεν σα χωρία»! Γι’ αυτό και ένας από τους μύθους που αναπτύχθηκαν γύρω από τη ζωή του λέει ότι ο Γώγος λύρα δεν έμαθε να παίζει από τον πατέρα του, αλλά άρχισε να εξασκείται κρυφά απ’ όλους.
Ο Σταύρης μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε πιστός στα παραδοσιακά βιώματα που κουβάλησε μαζί με την οικογένειά του από το Φαντάκ’, έναν οικισμό κοντά στην Όλασσα, που ήταν ένα από τα σιμοχώρια της Τραπεζούντας. Ο Γώγος θα μείνει στην ιστορία ακριβώς για το αντίθετο: για το «άνοιγμα» στα μη ποντιακά ακούσματα. Η λύρα του θα παίξει και λαϊκά τραγούδια, και σκοπούς της εποχής, ακόμα και ευρωπαϊκή μουσική.
Κάποιοι θα πουν ότι η διεύρυνση του ρεπερτορίου αλλοιώνει την παράδοση.
Ο μουσικολόγος και μουσικός Παύλος Τσακαλίδης διαφωνεί, θεωρώντας ότι ο Γώγος ανέβασε τη λύρα στα ύψη εισάγοντάς της τεχνικές από άλλα όργανα, όπως το μπουζούκι. «Μπορούμε να πούμε ότι η τεχνοτροπία της ποντιακής λύρας πρέπει να μοιράζεται στην πριν και μετά Γώγο εποχή», γράφει χαρακτηριστικά.
Οι επιρροές, το μπουζούκι και τα κέντρα διασκέδασης
Η Καλαμαριά του Μεσοπολέμου είναι ο χώρος όπου ο Γώγος μεγαλώνει και ανδρώνεται μουσικά. Τα ακούσματά του είναι αυθεντικά ποντιακά, παράλληλα όμως συγχρωτίζεται και με άλλα μουσικά ρεύματα, όπως το «νοικοκυρίστικο» ρεμπέτικο των Μικρασιατών.
«Τα προσφυγικά τραγούδια της αγάπης και του πόνου, η φτώχεια, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, όλα παίζουν σημαντικό ρόλο στη μουσική του διαμόρφωση», γράφει ο Ματθαίος Τσαχουρίδης στη διπλωματική του εργασία για την ποντιακή λύρα.
Και μπορεί η λύρα να ήταν προέκταση του εαυτού του, ο Γώγος Πετρίδης όμως αγάπησε και το μπουζούκι, στο οποίο ήταν επίσης δεξιοτέχνης. Σύμφωνα με τον γιο του, Σταύρη, ο Γώγος μοιράστηκε (για πολύ λίγο) την ίδια σκηνή και με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Ο σπουδαίος μουσικός του λαϊκού τραγουδιού την περίοδο 1937-1940 υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη. Τα βράδια παίζει μπουζούκι στο κέντρο «Καλαμάκι», στο Καραμπουρνάκι. Εκεί γνωρίζεται με τον Γώγο και παίζουν μαζί.
Ωστόσο, η περίοδος του μπουζουκιού λήγει άδοξα. Ο Τσιτσάνης τον συμβουλεύει να γυρίσει στη λύρα γιατί το μεροκάματο με το μπουζούκι είναι ακόμα επισφαλές, αφού η περιοχή είναι γεμάτη πρόσφυγες και ο ανταγωνισμός μεγάλος.
Από τη δεκαετία του ’50 και μετά η ποντιακή μουσική θα αρχίσει να ακούγεται στο ραδιόφωνο. Σιγά-σιγά θα μπει και στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Το πρώτο μαγαζί που θα βάλει ζωντανή ποντιακή μουσική κάθε Κυριακή είναι το καφενείο του Λαζαρίδη στην Καλαμαριά, γνωστό με το όνομα «Καναδάς». Τα πρώτα αμιγώς ποντιακά κέντρα θα εμφανιστούν στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Αν και η αστυνομική ταυτότητα του Πετρίδη γράφει έως το τέλος της ζωής του «επάγγελμα κουρεύς» –«κληρονομιά» του χειμώνα του ’41, όπου λόγω φτώχειας βρέθηκε στη Νέα Σάντα Κιλκίς κάνοντας τον κουρέα–, μαζί με τον Χρύσανθο θα αποτελέσουν τους πρώτους επαγγελματίες Πόντιους καλλιτέχνες. Και οι δύο βγάζουν τα προς το ζην αποκλειστικά από τις εμφανίσεις τους.
Αν πάει κανείς πίσω σε εκείνη την εποχή θα διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο (μουσικά) αυτονόητα όπως σήμερα.
Τότε ο Γώγος είχε να αντιμετωπίσει μια πρόκληση: από τη μια να κρατήσει ευχαριστημένους τους πελάτες των μαγαζιών παίζοντάς τους παραγγελιές και από την άλλη να μείνει πιστός στα παραδοσιακά ακούσματα. Τα κατάφερε και τα δυο χάρη στο ταλέντο του και ταυτόχρονα ανέδειξε τις δυνατότητες της λύρας ως μουσικού οργάνου.
Μετρ των αυτοσχεδιασμών
Τα ταξίδια του προκειμένου να παίξει σε γάμους, πανηγύρια και φεστιβάλ συλλόγων θα τον φέρουν κοντά με όλα τα παραδοσιακά ακούσματα.
Έτσι ο «πατριάρχης» αναδεικνύεται σε μετρ των αυτοσχεδιασμών.
Ο Π. Τσακαλίδης συγκρίνει τους αυτοσχεδιασμούς του, στο πλαίσιο της ποντιακής μουσικής, με εκείνους του Μπαχ στην ευρωπαϊκή μουσική και του Παγκανίνι στο βιολί.
Το παίξιμο του Γώγου γοήτευε τόσο που του χάριζε φανατικούς θαυμαστές. Μεταξύ αυτών και ο Ζώρας Μελισσανίδης, επίσης δεξιοτέχνης της ποντιακής λύρας. Ο Τάσος Κοντογιαννίδης γράφει ότι όταν γύρισε από τη Θεσσαλονίκη όπου είχε ακούσει τον Γώγο να παίζει σε ποντιακό γλέντι, έβγαλε από τη θήκη τη λύρα του και την έσπασε μπροστά στα μάτια των έκπληκτων φίλων του. «Την έσπασα επειδή σαν και αυτόν δεν πρόκειται να μάθω ποτέ να παίζω!», τους είπε.
Η μουσική κληρονομιά του Γώγου με τη μορφή των επίσημων εκτελέσεων είναι αντιστρόφως ανάλογη των εμφανίσεων του. Οι δισκογραφημένες εκτελέσεις που κυκλοφορούν είναι λίγες, αλλά υπάρχουν δεκάδες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις σε ιδιωτικές συλλογές.
Η βασική πηγή γι’ αυτές τις συλλογές είναι οι ραδιοφωνικές εκπομπές της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Η Λέσχη ήταν για χρόνια ο βασικός «εργοδότης» του Γώγου και κύρια πηγή βιοπορισμού για τον ίδιο, τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά.
Η πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία θα γίνει το 1950 με δύο δίσκους γραμμοφώνου των 78 στροφών σε συνεργασία με τον θρύλο Νίκο Σπανίδη. Ήδη η φήμη του ξεπερνά τη βόρεια Ελλάδα, κυρίως λόγω των συχνών παραστάσεων με το Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά, σε δημοσίευμα ποντιακού περιοδικού για μια παράσταση της Λέσχης στην Αθήνα φιλοξενείται φωτογραφία του με την λεζάντα «στη λύρα ο Γώγος» και καμία άλλη εξήγηση.
Ωστόσο η στιγμή της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας θα έρθει όταν μπει στο στούντιο μαζί με τον Χρύσανθο.
Η συνεργασία τους θα γραφτεί στην ιστορία και θα σφραγίσει ανεξίτηλα την ποντιακή μουσική. Γώγος και Χρύσανθος θα φωνογραφήσουν δύο δίσκους των 78 στροφών, αργότερα θα ξεκινήσουν να εμφανίζονται μαζί σε νυχτερινά μαγαζιά ενώ θα κάνουν και ταξίδια στο εξωτερικό με πρώτο εκείνο του 1971 στις ΗΠΑ.
Στη ζωή και στο θάνατο με τη λύρα
Το 1982, δύο χρόνια πριν από το θάνατο του, ο «πατριάρχης» θα ηχογραφήσει το κύκνειο άσμα του. Ο δίσκος Χθες, σήμερα, πάντα, με τον Κώστα Καραπαναγιωτίδη στο τραγούδι, κυκλοφόρησε από την Vasipap και για πολλούς είναι ο εμπορικότερος ποντιακός δίσκος όλων των εποχών. Άλλωστε η δεκαετία του ’80 θα τον βρει στο απόγειο της δόξας του.
Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια για την υγεία του εμφανίζονται την εποχή που δουλεύει στην «Λεμόνα» των αδερφών Δημητριάδη, με τον επίσης αείμνηστο Γιώργο Κουσίδη. Λίγο αργότερα η ιατρική διάγνωση θα πει «καρκίνος παχέος εντέρου». Είναι μόλις 67 ετών.
Ο μουσικός που πήρε μαζί του στο αλβανικό μέτωπο την αγαπημένη του λύρα, λίγες εβδομάδες προτού πεθάνει και ενώ είναι κατάκοιτος θα ζητήσει να του την φέρουν για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.
Ο γιος του Σάββας διηγείται ότι ο Γώγος θα ανασηκωθεί από το κρεβάτι, θα πάρει την κεμεντζέ στα χέρια του και θα παίξει. Ο μεγάλος του γιος, ο Σταύρης, θα ανοίξει το μαγνητόφωνο και θα ηχογραφήσει τον συγκλονιστικό αποχαιρετισμό του «πατριάρχη» ενώ η οικογένειά του τον ακούει κλαίγοντας.
Ο Γώγος Πετρίδης θα πεθάνει στις 20 Απριλίου 1984, βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. Θα ταφεί στο κοιμητήριο Καλαμαριάς υπό τον ήχο της λύρας που παίζει ο μικρότερος γιος του, Κώστας. Όπως είχε κάνει ο ίδιος ο Γώγος 35 χρόνια πριν, λέγοντας αντίο στον δικό του πατέρα.
—