Άμα την ακούσεις δύσκολα την ξεχνάς αυτήν την περίεργη, εξωτική, σχεδόν απόκοσμη φωνή. Η ιστορία θα γράψει για εκείνον ότι είναι ένας θρύλος του ποντιακού πενταγράμμου. Ο Γώγος είναι ο «πατριάρχης της ποντιακής λύρας» κι εκείνος το «αηδόνι του Πόντου», χαρακτηρισμοί που τους συνοδεύουν για πάντα. Το αξεπέραστο ποντιακό δίδυμο δεν χρειάζεται επίθετα για να συστηθεί: ο ένας είναι ο Γώγος (Πετρίδης), ο άλλος απλώς ο Χρύσανθος (Θεοδωρίδης).
Αν κάποιος πιάσει το νήμα της ζωής του Χρύσανθου από το τέλος, θα διαπιστώσει ότι κατάφερε να συνεργαστεί με τέσσερις γενιές.
Ο ίδιος μαθήτευσε δίπλα σε πρωτομάστορες της παράδοσης όπως ο Νίκος Παπαβραμίδης και ο θεατράνθρωπος Νίκος Σπανίδης, ενώ αργότερα έγινε δάσκαλος στον γιο του Γώγου, Κωστάκη Πετρίδη, και στον γιο του Γεωργούλη, Ανδρέα Κουγιουμτζίδη.
Το συνταίριασμά του με τον Γώγο θα περάσει στην σφαίρα του θρύλου, η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη θα γραφεί στην ιστορία, Κρήτη και Πόντος θα ενωθούν όταν συναντηθεί μουσικά με τον Νίκο Ξυλούρη, ενώ Αιγαίο και Πόντος θα δεθούν όταν τραγουδήσει με τη Μαρίζα Κωχ. «Το γεγονός αυτό τον καθιστά μοναδικό συνδετικό κρίκο στη μετάδοση των αυτούσιων παραδόσεων του ποντιακού λαού στις επόμενες γενιές», σχολιάζει ο δρ μουσικολογίας Παύλος Τσακαλίδης.
Οι γονείς του Χρύσανθου θα εγκατασταθούν στην Οινόη Κοζάνης από το χωριό Πεζιρκιάν-Κετσίτ του Καρς. Ο Χρύσανθος έρχεται στη ζωή το 1934. Θα τελειώσει το δημοτικό στην Οινόη και θα εγγραφεί στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Κοζάνης.
Εν μέσω του Εμφυλίου, όταν είναι μόλις 13 ετών, ο πατέρας του Κωνσταντίνος δολοφονείται. Έτσι η οικογένεια, μαζί με την αγαπημένη γιαγιά Πελαγία, αναγκάζεται να καταφύγει στη Δραπετσώνα του Πειραιά και τα παιδιά να μπουν στον αγώνα του βιοπορισμού.
«Ο Χρύσανθος τραγουδούσε από μωρό», θυμάται η αδερφή του Ευλαμπία Νικολαΐδου.
Την πρώτη του εμφάνιση μπροστά σε μεγαλύτερο κοινό την κάνει σε ηλικία 15 ετών, οπότε και ξεκινά τις ραδιοφωνικές εκπομπές στην Αθήνα. Το 1959 μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη όπου συνεχίζει το ραδιόφωνο τραγουδώντας στις εκπομπές της Ευξείνου Λέσχης μαζί με τον Γώγο Πετρίδη.
«Ήθελαν να τις κόψουν και τις εκπομπές της Θεσσαλονίκης αλλά το προσφυγικό στοιχείο αντέδρασε δυναμικά», ανέφερε σε μία συνέντευξή του ο Χρύσανθος.
Η ιστορική συνεργασία με τον Γώγο
Χρύσανθος Θεοδωρίδης και Γώγος Πετρίδης είναι αυτοί που θα ανοίξουν το δρόμο για τη μετέπειτα αποκατάσταση των καλλιτεχνών στο χώρο της ποντιακής μουσικής. Είναι, άλλωστε, οι πρώτοι που θεωρούνται «επαγγελματίες» με την αυστηρή έννοια του όρου, αφού ζουν αποκλειστικά από το ποντιακό τραγούδι.
«Για πρώτη φορά δίπλα στον μεγάλο λυράρη θα σταθεί ένας εξίσου μεγάλος τραγουδιστής, τα φωνητικά και ερμηνευτικά προσόντα του οποίου ξεπερνούν κατά πολύ τα δεδομένα της εποχής», σχολιάζει ο Δημήτρης Πιπερίδης.
Το δίδυμο θα ξεκινήσει μια ανοδική πορεία που δισκογραφικά θα αποτυπωθεί σε δύο δίσκους των 78 στροφών.
Οι ζωντανές εμφανίσεις τους θα αρχίσουν από τα καφενεία και τις ταβέρνες της εποχής. Αμιγώς ποντιακά κέντρα νυχτερινής διασκέδασης θα δημιουργηθούν στη Θεσσαλονίκη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Πρώτος σταθμός του Χρύσανθου και του Γώγου είναι το εξοχικό κέντρο «Μεταξά» στην Πολίχνη, σε μία συνεργασία που διεκόπη καθώς η σχέση τους – όπως επισημαίνει ο Δ. Πιπερίδης – δεν πρέπει να ήταν ανέφελη. Έπειτα από παρέμβαση κοινών τους φίλων θα επανασυνδεθούν και θα μοιραστούν τη σκηνή της «Μπουάτ» του Νίκου Παπαδόπουλου στη Σταυρούπολη.
Το 1964 ο Χρύσανθος είχε κάνει ήδη μία περιοδεία στη δυτική Γερμανία. Ταξίδι-σταθμός, ωστόσο, θεωρείται εκείνο στις ΗΠΑ το 1971 μαζί με τον Γώγο. Τον επόμενο χρόνο θα ταξιδέψουν και πάλι μαζί στη Γερμανία.
Και οι δυο πια έχουν τις δικές τους οικογένειες πίσω στην Ελλάδα: ο Χρύσανθος ήδη από το 1967 είναι παντρεμένος με την Αναστασία Παχατουρίδου.
Μια εξαιρετικά σπάνια φωνή
Δεν είναι μόνο το ιδιαίτερο ηχόχρωμά της. Κυρίως είναι οι ικανότητές της. Το «αηδόνι του Πόντου» είχε μια εξαιρετικά σπάνια φωνή αφού μπορούσε να τραγουδήσει σχεδόν σε όλες τις τονικότητες, ακόμα και σε αφύσικα τονικά ύψη.
Όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος, τραγουδούσε χρησιμοποιώντας την τεχνική των ζουρνατζήδων.
«Τραγουδώ από το στομάχι μου», έλεγε σε συνέντευξή του. «Όταν νιώθω ότι έχω ξεμείνει από αέρα, δημιουργώ χώρο μέσω της πίεσης στον θώρακά μου, ώστε να τελειώνω τις φράσεις μου χωρίς να ακούγεται ότι δεν έχω άλλη αναπνοή».
Μια από τις πιο δύσκολες τεχνικές που θεωρείται ότι ο Χρύσανθος εισήγαγε τη δεκαετία του ’70 στο ποντιακό τραγούδι είναι το φαλτσέτο (ψεύτικη φωνή). Το συγκεκριμένο «εφέ», χαρακτηριστικό των υψίφωνων ανδρών στην όπερα, και η εναλλαγή από την κανονική στην ψεύτικη φωνή απαιτεί, εκτός από κορυφαίες ικανότητες, και χρόνια εξάσκησης.
«Χρησιμοποιώ τη σύσπαση του θώρακα, για να δώσω έμφαση στους στίχους», είχε πει.
Χρύσανθος ο νεωτεριστής
Σε αντίθεση με τον Γώγο, ο Χρύσανθος σύνδεσε το όνομά του με τη δισκογραφία. Και αυτό αποτελεί έναν από τους νεωτερισμούς που εισήγαγε στην ποντιακή παράδοση. Ο πρώτος του δίσκος 78 στροφών κυκλοφόρησε το 1954.
«Στις πρώτες του ηχογραφήσεις κανείς δεν του έδινε σημασία όταν έμπαινε στο στούντιο. Όταν όμως έβγαλε τους Δροσουλίτες με τον Χάλαρη, έμπαινε μέσα και όλοι έλεγαν “Μάνα μου, Μάνα”, από το τραγούδι του», θυμάται η αδερφή του.
Το 1974, όταν ο Χριστόδουλος Χάλαρης, μελετητής της κοσμικής βυζαντινής μουσικής, μπαίνει να ηχογραφήσει τον πρώτο από τους πέντε δίσκους με τον τραγουδιστή που η φωνή του χαρασσόταν στη μνήμη, ο Χρύσανθος ήταν 40 ετών. Οι δίσκοι αυτοί είναι το «διαβατήριό» του για το ευρύτερο κοινό.
Από ‘κει και πέρα υπήρξε μια περίοδος που εκτός από τα ποντιακά μαγαζιά, έκανε εμφανίσεις και στις μπουάτ της Πλάκας με ακροατήριο τον «καλό» κόσμο της εποχής.
«Άτυπο λαογράφο» τον αποκαλεί ο Παύλος Τσακαλίδης γιατί στα ταξίδια του, εντός και εκτός Ελλάδας, παρατηρεί και καταγράφει μελωδίες που τραγουδούν οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς. Επεξεργάζεται αυτά τα τραγούδια και αλλάζοντας τους στίχους τα περνάει στη δισκογραφία του. Όπως θα πει και ο ίδιος, οι μελωδίες στους δίσκους του είναι παραδοσιακές του Πόντου.
Εκτός από εξαιρετικός τραγουδιστής είναι και στιχουργός. Οι δικοί του άνθρωποι τον θυμούνται να γράφει στίχους οπουδήποτε: από τα χαρτόνια των κουτιών με τις σαμπάνιες έως τα πακέτα των τσιγάρων.
«Στις παρέες, σε κοίταζε και έγραφε στίχο. Έβγαζε τραγούδια για τον πατέρα μου και έκλαιγε», αναφέρει η αδερφή του Ευλαμπία Νικολαΐδου.
Ο ιστορικός Πόντος, αλλά και ό,τι απασχολεί τον Πόντιο της εποχής, κυριαρχούν στους στίχους του Χρύσανθου. Εξηγώντας το «Αναστορώ τα παλαιά» σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη το 1977, όταν βρέθηκε στη Σουηδία, είχε πει: «Ο (κάθε) Πόντιος (έτσι) και εγώ, παρότι δεν έζησα στον Πόντο, τον νοσταλγώ, μέσα από τις διηγήσεις των γραίων και των παππούδων. Δεν παύει να υπάρχει αυτή η νοσταλγία μέσα στην ψυχή μου. Ο “πηγαιμός” στους τόπους των προγόνων μου είναι μια νοσταλγία που δεν βγαίνει από καμία ποντιακή ψυχή».
Ο Χρύσανθος γράφει, όμως, και τραγούδια για τη μάνα, την ορφάνια, τη φτώχεια, την ξενιτιά και την αγάπη.
Η αγάπη για το Καρς
Δύο ήταν οι πολύ μεγάλες αγάπες (και αδυναμίες) του Χρύσανθου: το Καρς και η γιαγιά του η Πελαγία. «Το τραγούδι αυτό το αφιερώνω σε όλους σας, αλλά ιδιαίτερα στον φίλο μου τον Ζώρα. Γιατί είναι της περιοχής Καρς και κάτι ξέρουμε από αυτά. Έτσι δεν είναι;», είχε πει ο Χρύσανθος απευθυνόμενος στον αδερφικό του φίλο Ζώρα Μελισσανίδη. Και οι δυο ήταν καλεσμένοι τη δεκαετία του ’90 σε ένα παρακάθ’ στο Χορτοκόπι Καβάλας.
Στο σπάνιο ντοκουμέντο, που φέρνει στο φως της δημοσιότητας το AEK LIVE, στο 17:29 ο Χρύσανθος επαινεί τον Ζώρα για τη λύρα που παίζει και στο 18:08 του αφιερώνει μια καϊτέν Καρσλίδικη.
«Όσο ζω θα υπηρετώ την παράδοση. Και νομίζω ότι θα το κάνω ώσπου να πεθάνω!», είχε δηλώσει με σιγουριά το «αηδόνι του Πόντου».
Η τελευταία του εμφάνιση είναι λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του, στις 28 Μαρτίου 2005 στο έργο του ιστορικού Κωνσταντίνου Φωτιάδη «Μνήμη μου σε λένε Πόντο».
Στις 30 του μήνα, σε ηλικία 71 ετών, θα υποστεί εγκεφαλικό. Την 1η Απριλίου εκατοντάδες κόσμου θα αποχαιρετήσουν τον Χρύσανθο. Το φέρετρό του θα είναι σκεπασμένο με την ποντιακή και την ελληνική σημαία.