Εκεί, στην εκπνοή του καλοκαιριού ήρθε. Σαν σήμερα. Ο γιος του Πόντιου Χαράλαμπου και της Γεσθημανής της Μικρασιάτισσας. Ο Στέλιος που δεν χρειάζεται επώνυμο για να συστηθεί.
Σε ένα προσφυγικό σπίτι, σε μια γειτονιά της Νέας Ιωνίας, εκεί όπου οι γονείς του στέγαζαν την αγάπη τους, στις 29 Αυγούστου 1931, ήρθε στον κόσμο ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Με καταγωγή από τα Κοτύωρα λόγω του πατέρα του και από την Αλάγια λόγω της μητέρας του, ο σπουδαίος Πόντιος καλλιτέχνης από πολύ νωρίς μαθαίνει να ζει και να αναπνέει μέσα από την ιστορία και την παράδοση των χαμένων πατρίδων. Μπορεί να μην μιλούσε άριστα την ποντιακή, όπως ο ίδιος είχε πει, αλλά κάθε ιστός του σώματός του, κάθε σταγόνα αίμα που κυλούσε στις φλέβες του είχε σφραγιστεί από τον ιστορικό Πόντο.
Η πορεία του φαινόταν προδιαγεγραμμένη. Παιδί προσφύγων, με πατέρα κομμουνιστή, το μέλλον του δεν φαινόταν ευοίωνο. Κι όντως από πολύ νωρίς, μόλις είχε πρωτομπεί στην εφηβεία, έχασε τον πατέρα του. Ο 44χρονος Χαράλαμπος (φωτ. αριστερά) δολοφονείται από παρακρατικούς αντικομμουνιστές κι ο Στέλιος αναγκάζεται να αρπάξει τη ζωή από τα μαλλιά.
Όπου υπάρχει μεροκάματο, πηγαίνει. Πουλάει τσιγάρα και κρύο νερό σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας, δουλεύει σκληρά σε εργοστάσια και υφαντουργεία. Και τραγουδάει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Όχι, δεν ξέρει ότι η φωνή από χρυσάφι με την οποία τον προίκισε η φύση είναι ανεπανάληπτη. Τραγουδάει για να εκφραστεί κι ο κόσμος μαγεύεται. Κάποιο μάλιστα από τα αφεντικά του, όταν τον άκουσε να τραγουδάει την ώρα της δουλειάς, θέλησε να τον ευχαριστήσει χαρίζοντάς του μια κιθάρα.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, που στο μεταξύ δουλεύει με τον δάσκαλό του, τυφλό συνθέτη Στέλιο Χρυσίνη, κάνει το δισκογραφικό ντεμπούτο του το 1952, με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα, το «Για μπάνιο πάω».
Ήταν ένα τραγούδι γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην Αθήνα. Ο δίσκος δεν πούλησε και η καριέρα του Στέλιου φαινόταν ότι θα σβήσει πριν καν αρχίσει. Ευτυχώς ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου είχε το αισθητήριο και το κριτήριο να «δει» το εύρος και τις δυνατότητες της φωνής του προσφυγόπουλου. Του δίνει το τραγούδι «Οι βαλίτσες» («Δεν θέλω το κακό σου») και το φαινόμενο Καζαντζίδης μπαίνει σε τροχιά αιώνιας επιτυχίας! Μιας επιτυχίας που πολλές φορές τον έφερε στις δικαστικές αίθουσες. Όπως το 1959, με την δισκογραφική Columbia και με αφορμή τις τεράστιες πωλήσεις του τραγουδιού «Μαντουμπάλα», που είχε φθάσει τις 100.000 δίσκους.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1965, και ενώ ετοιμάζει συναυλίες με την Μαρινέλλα και τον Μανώλη Αγγελόπουλο, αποφασίζει να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις στα νυχτερινά κέντρα.
Τον ενοχλεί το σύστημα διαπλοκής που επικρατεί.
Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνο στο μαγαζί που δούλευε ο Καζαντζίδης απαγορευόταν (από τον ίδιο, φυσικά) οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών. Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο, «αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας…» (Λάμπρος Λιάβας, Το ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2009, σ. 15).
Το 1969 αποφασίζει να αποσυρθεί για δύο χρόνια από τη δισκογραφία και να επιχειρήσει να κάνει τη δική του δισκογραφική, τη STANDAR, αλλά η χούντα και τα κατεστημένα συμφέροντα δεν επιτρέπουν στην προσπάθειά του να ευδοκιμήσει. Το ίδιο ανεπιτυχείς ήταν και οι άλλες επιχειρηματικές κινήσεις του, όπως η εκτροφή βατράχων και το ούζο «Υπάρχω» που κυκλοφόρησε αργότερα.
Ο εμβληματικός δίσκος Υπάρχω κυκλοφορεί το 1975. Αποχωρεί εκ νέου από τη δισκογραφία λόγω των διενέξεων που λέει ο ίδιος και το περιβάλλον του ότι είχε με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα. Επιστρέφει το 1987 με το δίσκο Ο δρόμος της επιστροφής στη ΜΙΝΟS. Ακολουθεί ο δίσκος Ελεύθερος στην Polygram, ενώ το τελευταίο τραγούδι που είπε πριν φύγει, στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001, έχοντας στο προσκεφάλι του την αγαπημένη του σύζυγο Βάσω, είναι το «Έρχονται χρόνια δύσκολα».
Ο Πόντος πάντα στην καρδιά του
Παρά τις ανεπανάληπτες επιτυχίες του και τη συνεχή προβολή της καταγωγής του, ο Στέλιος δεν είχε ποτέ ασχοληθεί επισταμένως με το ποντιακό τραγούδι. Αν και, όπως είχε πει πολλές φορές, μεγάλωσε με τα τραγούδια που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες και τα οποία άκουγε από τη γιαγιά και τη μητέρα του, δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να κάνει μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά. Μέχρι το 1993, τότε που συναντήθηκε με άλλο αηδόνι του Πόντου, τον Χρύσανθο Θεοδωρίδη.
Όπως είχε εξομολογηθεί ο στενός φίλος του Στέλιου και γνωστός στιχουργός και παραγωγός Λευτέρης Χαψιάδης, ο Χρύσανθος πάντα του έλεγε ότι «ο δικός μας όλα τα τραγούδησε, μόνο τη φυλή μας δεν τραγούδησε». Όταν το έθεσε κάποια στιγμή στον Καζαντζίδη, εκείνος του απάντησε «Ρε φίλε δεν ξέρω καλά την ποντιακή γλώσσα και ξέρεις οι δικοί μας, οι τεμέτεροι είναι έτοιμοι να κάνουν κριτική… Μήπως κάνω κακό αντί για καλό;».
Ωστόσο μετά από συζήτηση και την καταλυτική παρουσία του παλιού ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ, Αχιλλέα Ασλανίδη, ο Στέλιος δέχθηκε με χαρά να κάνει το δίσκο με τον Χρύσανθο που «το ξέρει καλά το ποντιακό τραγούδι και θα με καθοδηγήσει στα μονοπάτια του».
Στις συζητήσεις που ακολούθησαν εξέφρασε την επιθυμία να πει το κορυφαίο ποντιακό τραγούδι «Αητέντς επαραπέτανεν» γιατί το ήξερε από τότε που πήγαινε στο σόι του πατέρα του στα Πλατανάκια του νομού Σερρών, στα σύνορα με το Κιλκίς.
Ο δίσκος «Τ’ αηδόνια του Πόντου», από την ΜΒΙ, ξεπέρασε τις 30.000 πωλήσεις, όταν οι ποντιακοί δίσκοι δεν ξεπερνούσαν τους 5.000-10.000.
Ακολούθησε ο δεύτερος δίσκος, το Συναπάντεμαν με τους Στάθη Νικολαϊδη και Χρήστο Χρυσανθόπουλο, όπου έλαμψε το άστρο του στιχουργού Χρήστου Αντωνιάδη, νευροχειρουργού από τη Θεσσαλονίκη. Ο Αντωνιάδης ήταν που του έγραψε και το τραγούδι «Μανίτσαμ έχω σε ‘ς σο νου μ’», το οποίο είναι αφιερωμένο στη μάνα του, την κυρία Γεσθημανή, που πέθανε το 1988. «Τ’ ομάτια πρώτα ανοίγουνταν, το φως αποθολούται, με τη μάνα στο πρόσωπον καρδιά και ψη γομούται» λέει ο στίχος του Αντωνιάδη, και ο Στέλιος δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Κλαίει και διακόπτει πολλές φορές την ηχογράφηση. Αποκορύφωμα της συνεργασίας τους ήταν ο τρίτος τους δίσκος με το επώνυμο τραγούδι «Πατρίδα μ’ αραεύω σε».
Ο τελευταίος ποντιακός δίσκος του Στέλιου Καζαντζίδη κυκλοφόρησε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1997 με τον τίτλο Ποντιακή ραψωδία, σε στίχους Μάκη Ερημίτη και από την εταιρία ΒΑΣΙΠΑΠ. Συμμετείχε με τρία τραγούδια, σε ένα εκ των οποίων, το «’Κ’ ευρέθεν ένας Πόντιος», αναρωτιέται πώς και δεν βρέθηκε ακόμα ένας Πόντιος για να κυβερνήσει αυτό τον τόπο. Στο «Ο Πόντον μάνα έρουξεν» αναφέρεται στη Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού.
Σε αυτόν το δίσκο τραγούδησαν οι επίσης Πόντιοι καλλιτέχνες Πίτσα Παπαδοπούλου, Λιζέτα Νικολάου, Χάρρυ Κλυνν, Τάκης Βαμβακίδης και Στάθης Νικολαΐδης. Τα δικαιώματα που θα αποδίδονταν στους τραγουδιστές προσφέρθηκαν στο Σύλλογο Ποντίων Παλιννοστούντων, ενώ και ο Μάκης Ερημίτης έδωσε επιπλέον 200.000 δραχμές τότε.
Το αηδόνι με την «κίτρινη» καρδιά
Εκτός από την κυρά Γεσθημανή, το τραγούδι και τον Πόντο, ο Καζαντζίδης είχε και μια άλλη αγάπη, την ΑΕΚ. Όταν το αστέρι του άρχισε να λάμπει έντονα, εκεί γύρω στο 1965, έγραψε τον ύμνο της Ένωσης μαζί με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. Ο Στέλιος τη μουσική και ο Χρήστος τους στίχους, ενώ τον ύμνο τραγουδάει ο ποδοσφαιριστής της Μίμης Παπαϊωάννου.
Το δέσιμό του με την ομάδα ήταν τέτοιο που χρόνια μετά ο νυν πρόεδρος της ΑΕΚ και φανατικός… καζαντζιδικός Δημήτρης Μελισσανίδης χρηματοδότησε ένα πολυτελέστατο έντυπο και ένα ηλεκτρονικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του τραγουδιστή με τίτλο Στα χνάρια ενός μύθου. Με ιδιόχειρη σημείωσή του, ο πρόεδρος του ομίλου Aegean είχε αναφέρει: «Με ιδιαίτερη χαρά σας στέλνω την έκδοση για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, ενός αυθεντικού ανθρώπου που ήταν απλός, λαϊκός, Πόντιος και ΑΕΚτζής», για να προσθέσει: «Εκεί στις παράγκες της Κοκκινιάς άκουσα κι εγώ μικρό παιδί τον Στέλιο, με τη φωνή του μεγάλωσα, με τα τραγούδια του φτιάξαμε χαρακτήρα όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ήταν ο άνθρωπος που έδωσε αυτοπεποίθηση στους Πόντιους, στους Μικρασιάτες, στον απλό λαό, σε ολόκληρη την Ελλάδα».
29 Αυγούστου 1931. Η μέρα που γεννήθηκε ο θρύλος…