Οι τηλεθεατές, τουλάχιστον των Βαλκανίων, έγιναν μάρτυρες ακραίων επεισοδίων κατά τον αγώνα Σερβίας-Αλβανίας, που φέρνουν στην επιφάνεια καταπιεσμένους εθνικισμούς από τους οποίους η χερσόνησος δεν μπόρεσε να συνέλθει από τις αρχές του 19ου αιώνα. Απαισιόδοξη εκτίμηση είναι ότι τέτοιου είδους επεισόδια, με πρωταγωνιστές Αλβανούς, θα συνεχίσουν να δημιουργούνται όσο η διεθνής κοινότητα δεν νουθετεί την ηγεσία της χώρας να εγκαταλείψει την κρατική ενθάρρυνση εθνικιστικών εκδηλώσεων και να διώξει, ποινικά, τους δράστες. Αλλά, αυτό, μάλλον, δεν θα συμβεί. Η Αλβανία συνεχίζει να απολαύει ενός είδους διεθνούς ασυλίας.
Τα επεισόδια, βεβαίως, αποκάλυψαν και πόσο μικρονοϊκοί είναι οι ιθύνοντες της UEFA που αποφάσισαν να αγωνισθούν ως αντίπαλες οι ομάδες των χωρών αυτών όταν είναι γνωστές οι εθνικές διαφορές τους και τα πρόσφατα πολεμικά τραύματα τα οποία δεν έχουν επουλωθεί. Ένας τέτοιος αγώνας θα είχε ενδιαφέρον αν συνοδευόταν από μια επίμονη προσπάθεια τα δύο έθνη να προσεγγίσουν το ένα το άλλο και να αρχίσουν να αφήνουν πίσω τις διαφορές τους, με αφορμή και την επίσκεψη του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα στο Βελιγράδι. Αυτό προϋπέθετε άλλου είδους συνεννόηση και προετοιμασία και από τις δύο πλευρές.
Αν ως εθνικισμό ορίσουμε την προσπάθεια μιας εθνικής ή και εθνοτικής ομάδας να δημιουργήσει το δικό της κράτος έθνος στα όρια της ύπαρξης (ή της φανταστικής ύπαρξης) ομοεθνών της, τότε όλοι οι εθνικισμοί στα Βαλκάνια έμειναν ανολοκλήρωτοι. Η Ελλάδα σταμάτησε την προσπάθειά της για εθνική ολοκλήρωση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάνης. Η Βουλγαρία μετά την ήττα του Άξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σερβία μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη σαφή γεωγραφική της συρρίκνωση και πολιτική ήττα. Οι Αλβανοί έχουν μια αίσθηση αδικαίωτου από την αρχή που τα βαλκανικά έθνη επεδίωξαν τη δημιουργία εθνικών κρατών.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Για να εξηγηθεί η αλβανική συμπεριφορά, πέρα από την αναφορά στα φυλετικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της αλβανικής κοινωνίας, που σε πολλές περιοχές την κράτησαν στις οθωμανικές δομές και συνήθειες, πρέπει να γίνει και μια σύντομη ιστορική αναδρομή.
Οι Αλβανοί είναι διασπασμένοι φυλετικά, γλωσσικά και θρησκευτικά, και γι’ αυτό η έννοια του έθνους δεν είχε γι’ αυτούς την ίδια συνεκτική δύναμη όπως για τα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη. Συστατικά στοιχεία του εθνικισμού τους, που αναπτύχθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα λόγω της συρρίκνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της επέκτασης των χριστιανικών βαλκανικών κρατών, είναι η θεωρία του «αυτόχθονου» των Αλβανών και της καταγωγής τους από τους αρχαίους Ιλλυριούς και η έννοια του «αλβανικού ιστορικού χώρου» τον οποίο οι Αλβανοί ταύτιζαν με τα οθωμανικά βιλαέτια Ιωαννίνων, Σκόδρας, Μοναστηρίου και Κοσόβου. Το χώρο δηλαδή που και σήμερα διεκδικούν χωρίς να υπάρχουν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις που να αιτιολογούν τη διεκδίκηση αυτή.
Το αυτόχθονο των Αλβανών και η καταγωγή τους από τους Ιλλυριούς αμφισβητείται εντόνως επιστημονικά ενώ δεν είχαν την αυτοπεποίθηση να διεκδικήσουν εθνικό κράτος μέχρι που τους ώθησαν προς τούτο οι Οθωμανοί με τον τρόπο τους και για τους δικούς τους λόγους και οι Ιταλοί και οι Αυστριακοί για τους δικούς τους επίσης.
Οι φορείς της αλβανικής εθνικής ιδεολογίας επιδίωκαν την αυτονόμηση των Αλβανών από τους Τούρκους, στην αρχή πολιτιστικά και στη συνέχεια και διοικητικά, μέσα στο πλαίσιο όμως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την εξέγερση του 1912, όταν οι Αλβανοί κατέλαβαν τα Σκόπια, η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε επίσημα τα παραπάνω βιλαέτια ως τμήματα της Αλβανίας. Αυτή η παραχώρηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εγγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο των Αλβανών και έγινε η Μεγάλη Ιδέα τους. Αυτή είναι η Μεγάλη Αλβανία.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ενήργησε χωρίς σκοπιμότητα. Με την αναγνώριση ως αλβανικών των βιλαετιών αυτών, κάτι που διεκδικούσαν οι Αλβανοί εθνικιστές του Συνδέσμου της Πριζρένης (1878), του Συνδέσμου δηλαδή που θεωρείται ο πυρήνας του αλβανικού εθνικισμού, υποδαύλιζε τις εδαφικές διεκδικήσεις των άλλων βαλκανικών κρατών, εφόσον στις περιοχές αυτές δεν ζούσαν μόνο Αλβανοί αλλά και Σλάβοι, Έλληνες, Βλάχοι κ.ά. Τους έφερνε, δηλαδή, αντιμέτωπους.
Οι Αλβανοί (Τουρκαλβανοί) υποστήριζαν τις οθωμανικές επιδιώξεις και αποτελούσαν το μακρύ χέρι της Αυτοκρατορίας στην περιοχή και κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης οθωμανικής κατοχής. Υπήρχαν όμως και ορθόδοξοι Αλβανοί, με τους οποίους κατά καιρούς συνεργάστηκαν και οι Έλληνες.
Ανεξάρτητο κράτος
Την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος επιδίωξαν και την δημιούργησαν η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου διότι δεν ήθελαν έξοδο της Σερβίας στην Αδριατική και ισχυροποίηση της Ελλάδας.
Ενώ λοιπόν η Αλβανία δεν είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της να δημιουργήσει ανεξάρτητο κράτος, με την οθωμανική παραχώρηση των βιλαετιών και την υποστήριξη Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας άρχισε να διεκδικεί τα βιλαέτια αυτά, οι περιοχές των οποίων είναι αυτό που λέμε «Μεγάλη Αλβανία».
Όμως όχι μόνο στη Βόρειο Ήπειρο υπήρχαν Έλληνες που διεκδικούσαν την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό κορμό, αλλά και οι Αλβανοί των Σκοπίων και του Κοσόβου ήταν επήλυδες.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το 1912, οι Σέρβοι με ταχεία προέλαση κατέλαβαν και το Κόσοβο και τα Σκόπια, και τον Μάρτιο του 1913 η Αυστροουγγαρία και η Ρωσία (που υποστήριζε τη Σερβία) κατέληξαν στη λύση το βιλαέτι της Σκόδρας να αποτελέσει τμήμα του αλβανικού κράτους ενώ το Κόσοβο και οι δυτικές περιοχές της Μακεδονίας που είχαν καταληφθεί από τον σερβικό στρατό και είχαν αλβανικό πληθυσμό να επιδικάζονταν στη Σερβία.
Δυστυχώς, οι έξι, τότε, Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν, τον Φεβρουάριο του 1914, και τη Βόρειο Ήπειρο στο νεοσύστατο αλβανικό κρατίδιο και ανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τον ελληνικό στρατό που είχε καταλάβει την περιοχή, με τον εκβιασμό πως αν δεν συμμορφωνόταν δεν θα της παραχωρούνταν τα νησιά του Αιγαίου που απελευθερώθηκαν.
Αυτό είναι το υπόβαθρο των αντιπαραθέσεων με πυρήνα τους Αλβανούς και τη χώρα που δημιούργησαν.
Στην Αλβανία περιήλθε η Βόρειος Ήπειρος, κάτι που αποτέλεσε συνεχή αιτία προστριβών και καχυποψίας στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, οι ομοεθνείς των του Κοσόβου και της ΠΓΔΜ περιήλθαν στη Σερβία, γεγονός που αποτέλεσε αιτία έντονης σερβοαλβανικής αντιπαράθεσης, και ένα τμήμα παρέμεινε στο Μαυροβούνιο, το οποίο επίσης διεκδικεί η Αλβανία αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως οι ίδιοι οι Αλβανοί του Μαυροβουνίου θα ήθελαν την ενσωμάτωση στον αλβανικό κορμό.
Παρόλο που οι Αλβανοί του Νότου, οι τόσκηδες, δεν έχουν ή έχουν ελάχιστη σχέση με τους Αλβανούς του Βορρά, τους γκέγκηδες, και παρόλο ακόμη που τα διάφορα εδαφικά τμήματα όπου ζουν Αλβανοί ανταγωνίζονται μεταξύ των, έχει αναπτυχθεί ένας καθυστερημένος χρονικά έντονος αλβανικός εθνικισμός, κυρίως μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού που ρευστοποίησε τα Βαλκάνια με συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις και τα απειλεί και σήμερα, ελπίζουμε όχι με πόλεμο.
Ιδιότυπη ασυλία
Τις αλβανικές διεκδικήσεις ενίσχυσε η υποστήριξή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή την υποστήριξη οι Αλβανοί των διαφόρων περιοχών των Βαλκανίων πιστεύουν πως έχουν και σήμερα, και αυτό επιτείνει την προκλητική συμπεριφορά τους.
Παρόλο που στις συνομιλίες τους ισχυρίζονται πως δεν αποτελεί στόχο τους η ενοποίηση των Αλβανών σε ένα κράτος, και πως αυτό θα επιτευχθεί μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν ενταχθούν όλα τα κράτη όπου ζουν οι ομοεθνείς τους, με πολλή δυσκολία κρύβουν τον μύχιο πόθο τους: να αρχίσουν και πάλι μια αποσταθεροποιητική προσπάθεια για να πετύχουν τη Μεγάλη Αλβανία.
Και αυτό παρόλο που και στην Αλβανία και στο Κοσσυφοπέδιο οι όροι διαβίωσής τους βελτιώθηκαν σε σχέση με τα χρόνια που δεν είχαν να χάσουν παρά μόνο τη φτώχεια τους, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Μαρξ για τους εργάτες.
Ο εθνικισμός διατρέχει την αλβανική κοινωνία και δεν αποτελεί χαρακτηριστικό ορισμένων ακραίων θυλάκων της. Αποτελεί και ανομολόγητη κρατική ιδεολογία, αν πάρει κανείς υπόψη του το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων – αλλά κυρίως την έκθεση της Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών. Η «Πλατφόρμα για την επίλυση του Αλβανικού Ζητήματος», του 2006, της Ακαδημίας, χαρακτηρίζεται από έντονο αλυτρωτισμό, αφού υποστηρίζεται η «ένωση όλων των Αλβανών σε ένα εθνικό κράτος», ενώ τα όρια του «ιστορικά εθνικού αλβανικού χώρου» απλώνονται πολύ πέρα από τις κατοικούμενες από Αλβανούς περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, για να περιλάβουν τη «μείζονα Τσαμουριά» (μέχρι την Πρέβεζα), την Καστοριά και τη Φλώρινα.
Ανάλογα χαρακτηριστικά έχει και το Αλβανικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό το οποίο εξέδωσε επίσης η Ακαδημία.
Γραφική θα μπορούσε να θεωρηθεί η συλλογή από μια ακραία αλβανική οργάνωση, τη «Φυσική Αλβανία», υπογραφών από «αλύτρωτα αλβανικά εδάφη», για την κατάθεση στον ΟΗΕ επίσημου και ενυπόγραφου αιτήματος εδαφικής αποκατάστασης της Αλβανίας στα «φυσικά της σύνορα»! Δηλαδή τη Μεγάλη Αλβανία!
Ο αλβανικός εθνικισμός φαίνεται, λοιπόν, πως εγείρει το ζήτημα του επανακαθορισμού των συνόρων στα Βαλκάνια, κάτι από το οποίο η Αλβανία δεν έχει παραιτηθεί. Ελίσσεται και αναμένει την κατάλληλη στιγμή. Εργάζεται όμως στο παρασκήνιο για να προωθήσει τις διεκδικήσεις και όταν χρειαστεί και στο προσκήνιο, όπως στον ποδοσφαιρικό αγώνα.
Η Αλβανία καθίσταται, επίσης, επικίνδυνη για τα Βαλκάνια και την Ευρώπη και εξαιτίας της ανάπτυξης ενός κινήματος εξτρεμιστικού ισλαμισμού στις περιοχές που ζουν Αλβανοί, αρκετοί από τους οποίους μάχονται στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ.
Μήπως κάποιος πρέπει να μιλήσει στο κακομαθημένο παιδί των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια;