Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να αναφερθούμε στον τύπο του νομοσχεδίου – του γνωστού και αποκαλούμενου ως αντιρατσιστικού. Εξάλλου όλοι και όλες γνωρίζουν ότι η πατρίδα μας είναι υπό (οικονομική) κατοχή και έχουν καταλυθεί τα πάντα: Σύνταγμα, νόμοι και Δικαιοσύνη, ενώ η επικράτεια διοικείται με νομοθετικές ρυθμίσεις που προτείνονται από ξένους γραφειοκράτες και εγκρίνονται από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού…
Θα αναφερθούμε όμως στην ουσία. Η Ελληνική Δημοκρατία, αυτή που βιάζεται ποικιλοτρόπως και κατ’ εξακολούθηση από τους «φύλακες», οικοδομήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τις θυσίες του ελληνικού λαού. Είναι κυριολεκτικά φτιαγμένη με το αίμα Ελλήνων και Ελληνίδων. Ανάμεσά τους και πάνω από ένα εκατομμύριο πρόγονοί μας της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Θράκης, που δολοφονήθηκαν με τη Γενοκτονία που οργάνωσαν οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί, καθώς και οι ξένοι Σύμμαχοί τους.
Για τη Γενοκτονία αυτή με τεράστια ομολογουμένως καθυστέρηση η Βουλή των Ελλήνων θέσπισε δύο νόμους, όμως οι ανήθικες πράξεις των «αρμοδίων» τους ακύρωσαν. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε τις καταθέσεις στεφάνων των πρωθυπουργών και υπουργών εξωτερικών στον βασικό υπεύθυνο της Γενοκτονίας, τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ)! Έτσι μείναμε ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, με μεγάλο κόστος, να στηρίξουμε τη διεθνή προσπάθεια αναγνώρισης. Και πετύχαμε πολλά, παρά τα ελλαδικά εμπόδια και τις τουρκικές πράξεις. Το μαρτυρούν οι αναγνωρίσεις της Γενοκτονίας από την Αυστραλία μέχρι τις ΗΠΑ και τη Σουηδία. Και ο αγώνας συνεχίζεται.
Είναι σαφές ότι με το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο βρισκόμαστε ενώπιον μιας δεύτερης δολοφονίας των θυμάτων της Γενοκτονίας, τη φορά αυτή όχι από τον τουρκικό στρατό, τους τσέτες και τον όχλο στην Τραπεζούντα, στην Αδριανούπολη και τη Σμύρνη, αλλά από ανθρώπους στην Ελλάδα που τάχθηκαν, υποτίθεται, βάσει του Συντάγματος και των νόμων, να προασπίζουν την ιστορία και την πολιτική του ελληνικού λαού.
Με την ψήφιση του φερόμενου ως αντιρατσιστικού νόμου από ανθρώπους ανεπαρκείς να κατανοήσουν την ουσία του εθνικού και διεθνούς ζητήματος της Γενοκτονίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολιτική, ιστορική, μα πάνω από όλα ηθική στρέβλωση και διαστροφή, που όμοιά της δεν συναντάται σε κανένα κράτος, πόσο μάλλον σε κάποιο που ο λαός του έχει υποστεί τέτοιο εις βάρος του έγκλημα. Αλήθεια, μπορεί να φανταστεί έστω και ένας από εκείνους που στηρίζουν νομοθετήματα όπως αυτό, ακόμη και εάν χύνουν κροκοδείλια δάκρυα ή αθωώνουν τον θύτη με επιστολές και δηλώσεις, με αναφορές περί «αυτονόητου», με ανώνυμα άρθρα ότι δεν υπήρξε Γενοκτονία(!), ότι θα υπάρξει Αρμένιος για παράδειγμα συνάδελφός τους που θα ψήφιζε τέτοιο ανήθικο νομοσχέδιο ή θα έλεγε ότι δεν υπήρξε Γενοκτονία; Νομοσχέδιο που δεν αναφέρει απολύτως τίποτα για τη Γενοκτονία των προγόνων μας, των δικών μας ανθρώπων, ενώ πράξεις και κινήσεις της πολιτείας υλοποιούν το βαρύτερο αμάρτημα: την ύβρη.
Η ιστορία θα κρίνει τους υπεύθυνους. Αυτοί όμως που θα τους καταδικάσουν θα είναι οι δικοί μας άνθρωποι, τα θύματα της Γενοκτονίας. Όπως ακριβώς το γράφει ο Βολτέρος: «Οφείλουμε σεβασμό στους ζωντανούς, στους νεκρούς οφείλουμε μόνο την αλήθεια».
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΜΑΛΚΙΔΗΣ