Η υπόθεση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού μπορεί να συγκινεί δικαιολογημένα τους συμπολίτες μας, ωστόσο σε κάποιους άλλους εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αμφισβητούν την τέλεση της γενοκτονίας, επικαλούμενοι κυρίως το εμπόλεμο καθεστώς ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και τη διάπραξη ωμοτήτων από τον ελληνικό στρατό στην περιοχή της Σμύρνης το 1919.
Από την άλλη, είναι σε κάθε περίπτωση πολύ ενδιαφέρον το γεγονός πως στη σύγχρονη Τουρκία μια γενιά ιστορικών και ειδικών επιστημόνων μιλά με τόλμη για την γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού εκφράζοντας απόψεις που ακόμη και οι Έλληνες ομότεχνοί τους διστάζουν να αναπτύξουν. Δεν πρόκειται εδώ να παραθέσω εκ νέου τα επιχειρήματα για την τεκμηρίωση της γενοκτονίας. Πολλοί ειδικότεροι συνάδελφοι, όπως οι καθηγητές Πολυχρόνης Ενεπεκίδης και Κώστας Φωτιάδης έχουν, πιστεύω, με τις εργασίες τους τεκμηριώσει με επάρκεια τα γεγονότα. Ούτε και είναι σκόπιμο να υπεισέλθει κανείς στις διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε γενοκτονία, εθνοκάθαρση, διωγμό κτλ. Εξάλλου ο ορισμός της γενοκτονίας, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, είναι τόσο ευρύς που στα κριτήριά του ανταποκρίνονται ακόμη και περιπτώσεις πολύ περισσότερο αμφισβητούμενες από εκείνη του ποντιακού ελληνισμού.
Όσοι ασχολούνται με την ιστορία γνωρίζουν πως η εθνογενετική διαδικασία στα Βαλκάνια προκάλεσε απέχθεια για το διαφορετικό και οδήγησε σε γενικευμένες διώξεις ανθρώπων διαφορετικής θρησκείας, γλώσσας ή κουλτούρας. Ιδιαίτερα κατά την μεταβατική περίοδο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη γέννηση της σύγχρονης Τουρκίας οι διώξεις μειονοτικών έλαβαν δραματικό, γενοκτονικό χαρακτήρα.
Η παρέμβασή μου αυτή αποσκοπεί στη δημοσιοποίηση του προβληματισμού μου για την επόμενη μέρα μετά την τεκμηρίωση αλλά και την αναγνώριση της γενοκτονίας. Ίσως μάλιστα τώρα να είναι και περισσότερο επίκαιρη, αφού η ενηλικίωση μιας νέας γενιάς επιστημόνων, ιδίως ιστορικών, που στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην ιστορία του ποντιακού ελληνισμού και την ιστορία του ελληνισμού της Ανατολής συμπίπτει δυστυχώς με την προοδευτική υποχώρηση των σπουδών αυτών στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η πρώτη γενιά προσφύγων δεν είχε την πολυτέλεια να ασχοληθεί συστηματικά με τη μελέτη του παρελθόντος της. Οι δύο επόμενες γενιές όμως έκαναν σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, και σε συνάρτηση με το άνοιγμα των αρχείων κατόρθωσαν να εισάγουν την ιστορία τους στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα και στα επιστημονικά περιοδικά όλου του κόσμου.
Ωστόσο, σήμερα το θέμα της μελέτης της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού βρίσκεται εκ νέου σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η «μετά τη γενοκτονία» επιστημονική περίοδος πρέπει να οροθετηθεί και ακολούθως να ερευνηθεί εξονυχιστικά. Όσον αφορά την υπόθεση της γενοκτονίας, προσωπική μου άποψη είναι πως ο ποντιακός χώρος θα πρέπει να αντιμετωπίσει ακόμη και τις περιπτώσεις κακόπιστων κριτικών ή και αμφισβητήσεων με σύνεση, δίχως να μπει σε «κυνήγι μαγισσών» και άσκοπη ανταλλαγή «άσφαιρων πυρών». Η ενίσχυση και η διεύρυνση της επιστημονικής έρευνας αποτελεί το πιο αποτελεσματικό αντίμετρο απέναντι σε φίλους και αντιπάλους. Η εσωστρέφεια και η ομφαλοσκόπηση δεν έχουν θέση στον σύγχρονο κόσμο. Αντίθετα, η επιστημονική παραγωγή και ο νηφάλιος λόγος, η αντιπαράθεση επιχειρημάτων ρίχνουν γέφυρες, αυξάνουν την αυτοπεποίθηση, προάγουν τον επιστημονικό λόγο υπονομεύοντας τους αμφισβητίες και τα επιχειρήματά τους.
Όσον αφορά πάλι την επόμενη επιστημονική μέρα, θεωρώ πως ο ποντιακός χώρος οφείλει να συμβάλει στην ενίσχυση του επιστημονικού δυναμικού του, στην ανάδειξη μιας νέας γενιάς ερευνητών και στη διάχυση των επιχειρημάτων του στη διεθνή επιστημονική κοινότητα μέσω των αυστηρών επιστημονικών διαύλων. Η ενδυνάμωση της επιστημονικής έρευνας είναι πολύτιμη επένδυση, συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης των ανθρώπων και επομένως στη σταθεροποίηση και την επιβίωση της ιδιοπροσωπίας και της ταυτότητάς τους.
ΙΑΚΩΒΟΣ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ