Το δωμάτιο 9 στο ισόγειο του «Σωτηρία» είναι γεμάτο από εικόνες. Η ένοικός του έχει μόλις μάθει ότι πάσχει από καρκίνο και πρέπει να κάνει τραχειοστομία. «Χημειοθεραπεία δεν μπορώ να κάνω γιατί θα χάσω τα μαλλιά μου. Εγώ θέλω να μου βγάλουν το σωλήνα από το λαιμό και να μου κλείσουν την τρύπα, δεν ακούω τι λέει ο Ηλιόπουλος», γράφει σε χειρόγραφο σημείωμά της.
Από την παραμονή της στο νοσοκομείο δεν λείπουν τα περιστατικά που τρομοκρατούν τις νοσοκόμες.
Ο Δημήτρης Κάππος, της εταιρίας «Λύρα», περιγράφει πώς ένα βράδυ απειλούσε ότι θα τις σκοτώσει. Ο ίδιος μπαίνει στο δωμάτιο και την βρίσκει σκεπασμένη με το σεντόνι. Την παίρνει αγκαλιά και στο πάτωμα πέφτει ένα εξάσφαιρο.
Φωτογραφημένη από τον Σπύρο Στάβερη στο Σωτηρία για το περιοδικό «01»
Αυτή ήταν η Σωτηρία Μπέλλου που σαν σήμερα το 1997 αφήνει την τελευταία της πνοή στα 76 της στο «Μεταξά». Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν απαρνήθηκε το πάθος της, που ήταν ο τζόγος, ενώ οι δικοί της άνθρωποι περιγράφουν πως ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε αρρωστήσει βαριά. «Στη διάρκεια της νοσηλείας το σκάει από το νοσοκομείο, έρχεται με βρίσκει και μου ζητάει λεφτά. Την ακολούθησα να δω πού θα πάει και την βρήκα να παίζει ζάρια έξω από το νοσοκομείο της Βούλας, σε μια πιάτσα, στο καπό ενός ταξί», περιγράφει ο Κάππος σε μια συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία.
Η Μπέλλου ήταν η γυναίκα των αντιθέσεων.
Η εγγονή του παπά, η κόρη του εύπορου εμπόρου, η βιτριολίστρια, η ΕΑΜίτισσα, η ρεμπέτισσα που αναδείχτηκε από τον Τσιτσάνη, η φωνή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» αλλά και η τραγουδίστρια που έκανε πρωτοποριακές συνεργασίες με τους «σύγχρονους» όπως τον Μούτση, τον Σαββόπουλο, τον Λάγιο, τον Ανδριόπουλο και τον Κουνάδη.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στην νεκρώσιμο ακολουθία της Μπέλλου στη Μητρόπολη (φωτ.: αρχείο ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Η ιστορία της Σωτηρίας που «τη μία τα έπαιζε, την άλλη τα χάριζε σε όποιον είχε ανάγκη», όπως έλεγαν οι φίλοι της, ξεκινάει στις 22 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού σήμερα φέρει το όνομά της. Γεννιέται σε ευκατάστατη οικογένεια και είναι η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέρφια της. Ο παππούς της, παπάς στο Σχηματάρι, εκτός από το όνομα τής κληροδοτεί την αγάπη για τους εκκλησιαστικούς ύμνους και τη βυζαντινή μουσική.
Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την «Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Αυτή θα ήταν η πρώτη μεγάλη αιτία προστριβής με την οικογένειά της.
Στα 17 της φεύγει από τη Χαλκίδα για την Αθήνα. Λίγο καιρό αργότερα, το 1938, παντρεύεται τον Βαγγέλη Τριμούρα, τον ελεγκτή στα λεωφορεία που τον γνώριζε από το μαγαζί του πατέρα της. Ο γάμος τους θα διαρκέσει μόλις έξι μήνες. Ο σύζυγος αποδεικνύεται ξενύχτης και άστατος. Πάνω σε έναν καβγά η Μπέλλου θα του ρίξει βιτριόλι στο πρόσωπο. Θα μπει στις φυλακές Αβέρωφ και σε έξι μήνες θα αφεθεί ελεύθερη αφού το Εφετείο τής μειώνει την αρχική ποινή των 3,5 ετών.
Μετά τη φυλακή θα επιστρέψει στη Χαλκίδα, στο πατρικό της. Εκεί το ξύλο θα είναι καθημερινό. Η Σωτηρία για τους δικούς της είναι η χωρισμένη, η βιτριολίστρια, η φυλακισμένη. Για μια ακόμα φορά θα αναγκαστεί να φύγει για την Αθήνα. Αναχωρεί την 28η Οκτωβρίου 1940 με ένα τρένο γεμάτο φαντάρους. Στην Αθήνα της Κατοχής θα επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλειές.
Θα οργανωθεί όμως και στο ΕΑΜ. Το 1943 θα συλληφθεί από τους Γερμανούς και θα βασανιστεί για τρεις ημέρες. Στα Δεκεμβριανά θα λάβει μέρος στις αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή. Με την έναρξη του Εμφυλίου, νέος γύρος ξυλοδαρμών και βίας εξαιτίας των φρονημάτων της.
Σε αγώνα της ΑΕΚ με τη Βοϊβοντίνα στη Γιουγκοσλαβία, 17 Σεπτεμβρίου 1975 (Φωτ.: αρχείο Αλέξανδρου Μαργαρίτη)
«Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω […] για τον “Παναγάκη” κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Βαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα», έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1949 σε μια διάλεξη για το ρεμπέτικο.
Πού θα ήταν η καριέρα της Μπέλλου αν δεν την είχε ανακαλύψει ο Τσιτσάνης; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει αυτό το ερώτημα.
Γεγονός είναι πάντως ότι εκείνο το κορίτσι που μπήκε μόνο του σε ένα μαγαζί στην πλατεία Εξαρχείων για να φάει μάγεψε με τη φωνή του τον θεατρικό συγγραφέα Κίμωνα Καπετανάκη, ο οποίος θα την συστήσει στον φίλο του τον Τσιτσάνη. Και κάπως έτσι η Σωτηρία θα μπει στο στούντιο. Και κάπως έτσι θα ξεκινήσει μια σχέση με τσακωμούς που κατέληγαν πάντα στη συμφιλίωση.
Στην κηδεία του Βασίλη Τσιτσάνη
Η καριέρα της Μπέλλου θα γνωρίσει κάμψη τη δεκαετία του ’60. Το 1966 οι συνεργασίες της με τους κορυφαίους συνθέτες της εποχής θα την βάλουν πάλι στο πάνθεον, αυτή τη φορά ως λαϊκή τραγουδίστρια. «Αχ Διονύση μ’ έκανες και τραγουδάω ποπ», έλεγε η Μπέλλου στον Σαββόπουλο.
Τα «ποπ» όμως θα την εγγράψουν στις μνήμες των προσφύγων όταν η μπάσα φωνή της θα τραγουδήσει «…ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε από την Σμύρνη το εικοσιδυό / κι έζησε πενήντα χρόνια (σαν πρόσφυγας) σ’ ένα κατώι μυστικό».
Το «Ζεϊμπέκικο» (Με αεροπλάνα και βαπόρια) το ηχογράφησε το 1975 με τον Σαββόπουλο στη δεύτερη φωνή
Ένα από τα μεγάλα παράπονα της ζωής της χρονολογούνταν από το 1946 και ήταν η αφορμή να διακοπούν οι εμφανίσεις με τον Τσιτσάνη. Μια παρέα από χίτες μπαίνουν στου «Τζίμη του Χοντρού» και της ζητάνε να πει «Του αετού ο γιος». Η Μπέλλου αρνείται και εκείνοι την ξυλοφορτώνουν. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί», έλεγε η ίδια.
Ένα χρόνο πριν από το θάνατό της η Σωτηρία Μπέλλου έδωσε την άδεια στη Σοφία Αδαμίδου να ξεκινήσει τη συγγραφή της βιογραφίας της. Το βιβλίο Πότε ντόρτια πότε εξάρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.