Ομογενής της Νέας Υόρκης, γέννημα προσφυγικής γειτονιάς, ο Νίκος Σταματάκης, πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος, αφήνει για λίγο τα επιστημονικά του βιβλία και θυμάται ανθρώπους, τόπους, προσφυγιά και προδοσία, αλλά και μυρωδιές, γεύσεις, τραγούδια και όνειρα.
Στα τριάντα περίπου χρόνια που ζω στη Νέα Υόρκη πολλές φορές ήρθε η συζήτηση στην παρέα Ελλήνων και Αμερικανών ή άλλων φίλων στους θλιμμένους ήχους της μουσικής μας. Στους μακρόσυρτους –και καταθλιπτικούς έως ακατανόητους στο ξένο αυτί– αναστεναγμούς του Καζαντζίδη. Και πού να μεταφράσεις τους στίχους της «Συννεφιασμένης Κυριακής», τον κατά πολλούς δεύτερο εθνικό μας ύμνο. Θα σου υποδείξουν αμέσως την ανάγκη συλλογικής ψυχοθεραπείας. «Μοιάζεις με την καρδιά μου που έχει πάντα συννεφιά… Μαύρη μου κάνεις την ψυχή…» Αμετάφραστο… Άντε να εξηγήσεις ότι το τραγούδι αυτό γράφτηκε στις πιο μαύρες μέρες της Κατοχής.
Κάθε χρόνο όμως τέτοιες μέρες, στη μνήμη του «Μπλόκου της Κοκκινιάς», τα πράγματα κάπως ξεκαθαρίζουν. Όλα εξηγούνται ευκολότερα, τόσο που δείχνουν αυτονόητα. Το μυαλό γυρίζει στα παιδικά μου χρόνια στους δρόμους της μεγάλης προσφυγογειτονιάς που ξεκινά από το Τρίτο Νεκροταφείο και καταλήγει σχεδόν στο λιμάνι. Από το γήπεδο της Προοδευτικής στην Πλατεία Μέμου και από το Περιβολάκι στη Μητρόπολη: Μαρωνείας, Χρυσοστόμου Σμύρνης, Πέτρου Ράλλη, και κατηφορίζω προς την Μητρόπολη. Θράκης, Μούγλων, Ατταλείας, Βιθυνίας, Πόντου, Βοσπόρου, Κιλικίας. Κάθε στενό και μια μπουνιά στο στομάχι, κάθε λέξη και αναστεναγμός. Και προτού το καταλάβω να, εκεί, στην πλατεία Οσίας Ξένης, η «Μάντρα»….
Τη «Μάντρα του Μπλόκου» την έμαθα στην εφηβεία, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Αλλά η γενιά μου μεγάλωσε με τους ήρωες της αντίστασης κατά των Γερμανών και γρήγορα συνδυάστηκαν τα πάντα στους συλλογισμούς μας. Τίποτα ακατόρθωτο για τον Γιώργο Θαλάσση των παιδικών μας χρόνων που έκανε σαμποτάζ και τα κατάφερνε να νικά… Όμως, μεγαλώνοντας, οι μαυροφορεμένες γυναίκες και οι φωτογραφίες των νεκρών στον τοίχο μάς προσγείωσαν στην πραγματικότητα για το τι ακριβώς αντίτιμο σε αίμα κατέβαλε η γειτονιά μας και όλη η Ελλάδα για την ελευθερία…
Τα «προσφυγικά» της Κοκκινιάς με τα στενά σοκκάκια τα περιδιάβαζα από μικρός όταν πηγαίναμε πολύ ταχτικά να δούμε τη Ντίνα τη Σμυρνιά, αδερφική φίλη της μάνας μου. Τι χαρά να ανεβαίνω δυό-δυό τα σκαλοπάτια στην εξωτερική σκάλα –σμυρναίικη αρχιτεκτονική– που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Η μυρωδιά του γιασεμιού που τυλιγόταν γύρω στα ξύλινα καγκελα του μπαλκονιού σαν και τώρα χαϊδεύει τις αισθήσεις… Το περγαμόντο δεν φεύγει ποτέ από τη γεύση μου… Κάθε επίσκεψη ήταν και ένα ταξίδι στις χαμένες πατρίδες. Μεγαλώνοντας στην Κοκκινιά, ήσουν πρόσφυγας ανεξάρτητα από την καταγωγή σου.
Τι κι αν την ονόμασαν Νίκαια, Κορυδαλλό και Νεάπολη, η Κοκκινιά ήταν πάντα Κοκκινιά – μια απέραντη προσφυγομάνα. Μια λίμνη δακρύων και ατέλειωτη πηγή θλίψης όπου και αν την ακουμπήσεις. Από το 1924 ως το 1938 έγινε σπίτι για πάνω από 90.000 πρόσφυγες από κάθε γωνιά της Μικρασίας.
Και προτού καλά-καλά πάρει η γειτονιά ανάσα, οι άντρες της ξεχύθηκαν στα βουνά της Αλβανίας το 1940 να πολεμήσουν το φασισμό. Και δεν σταμάτησαν στιγμή να πολεμάνε, ούτε στην Κατοχή…
Εκείνοι που τουφεκίστηκαν στο Μπλόκο (17 Αυγούστου 1944) και άλλοι που χάθηκαν σε συμπλοκές δεν ήταν παρά οι λίγοι… Οι πολλοί, πάνω από 8.000, οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι και απο κεί περίπου 1.800 στο Νταχάου και στα άλλα κολαστήρια των Ναζί. Για να ακολουθήσει ο Εμφύλιος και να αποτελειώσει τη δύστυχη μοίρα της Κοκκινιάς… Εκείνοι οι τύποι που βολόδερναν μέρα νύχτα από γωνιά σε γωνιά αμίλητοι με το βλέμμα θολό και τρομαγμένο και το βήμα χαμένο –αποκαΐδια τριάντα χρόνων συμφοράς– βρήκαν άραγε ποτέ ανάπαυση;
Η Κοκκινιά είναι η μικρογραφία της ιστορίας του ελληνισμού… Τρεις χιλιάδες χρόνια ξεριζωμού για την ξενιτιά, τρεις χιλιάδες χρόνια βαρβαρικών επιδρομών και προσφυγιάς, τρεις χιλιάδες χρόνια πολέμου και αντίστασης. Τρεις χιλιάδες χρόνια κουκουλοφόρων, προδοτών και αδερφοφάδων. Και νέων ατέλειωτων ξεριζωμών… Οπως αυτοί που μάθαμε τελευταία: Από τον Πόντο στη Γεωργία, στην Κριμαία, στη Συμφερόπολη… Και τώρα ίσως πάλι στην Κριμαία… Και πάλι κάποιοι στην Ελλάδα… Μέχρι να ξαναφύγουν για αλλού. Από την Πόλη στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και όλες τις γωνιές της Γης. Από την Αλεξάνδρεια στην Οικουμένη… Και το ηφαίστειο της Κύπρου να αναμένει τη νέα του έκρηξη. Βοήθα Παναγιά μου να περάσουμε και τούτη τη λαίλαπα.
Το πώς αντέχει η ψυχή του λαού αυτού είναι μυστήριο… Την καλύτερη απάντηση την έδωσε φίλος ψυχολόγος από τους ικανότερους εδώ στη Νέα Υόρκη: Τα τραγούδια σας λευτερώνουν την ψυχή από τη θλίψη, είπε ο Πίτερ. Και την ανεβάζουν στην αιωνιότητα, ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω…