Οδοιπορικό του Βασίλη Τσενκελίδη* σε τόπους όπου έζησαν και μεγαλούργησαν οι Έλληνες και κρατήθηκε ζωντανή για αιώνες η ελληνορθόδοξη παράδοση.
Ένα ταξίδι γύρω από τον Εύξεινο Πόντο θα μπορούσε να ξεκινήσει από οποιαδήποτε παραθαλάσσια πόλη της ευρύτερης περιοχής. Η δική μου επιλογή ήταν το Κίεβο, το οποίο απέχει πολύ από τη Μαύρη Θάλασσα αφού βρίσκεται στην ενδοχώρα της Ουκρανίας, της οποίας είναι πρωτεύουσα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους το Κίεβο στάθηκε προπύργιο της Ελληνορθόδοξης παράδοσης αλλά ήταν και το σταυροδρόμι του εμπορίου των Ελλήνων.
Το Κίεβο το επισκέφτηκα πρώτη φορά το 1985 σε ηλικία 15 χρονών, στη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής από την περιοχή Κρασοντάρ της Νότιας Ρωσίας. Μαθητές τότε της όγδοης τάξης του σοβιετικού δεκατάξιου σχολείου, εντυπωσιαστήκαμε από την ομορφιά της πόλης και την επιβλητικότητα της κεντρικής λεωφόρου με την ονομασία «Κρεσιάτικ».
Χαμένος στη μετάφραση… αναζητώ τις ελληνικές μου ρίζες
Κατά τις ξεναγήσεις στα αξιοθέατα του Κιέβου έβλεπα συχνά τουρίστες από την Ελλάδα, τους οποίους ξεχώριζε ένα μικρό σήμα στο στήθος που απεικόνιζε την ελληνική σημαία. Τα ελληνικά μου ήταν ελάχιστα και η ενδεχόμενη επικοινωνία μαζί τους τότε θα ήταν πολύ δύσκολη έως αδύνατη.
Με θαυμασμό παρατηρούσα τις συνομιλίες μεταξύ τους και μέσα μου ενισχυόταν η ανάγκη να επιστρέψω στις ρίζες του Γένους μου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι συγκυρίες του 20ού αιώνα είχαν φέρει τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης στη σχεδόν ολοκληρωτική απομάκρυνσή τους από τον εθνικό κορμό και τα βασικά χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν.
Στις 24 Ιουλίου του 2013 η πτήση Αθήνα-Κίεβο προσγειώθηκε στον αερολιμένα «Ζουλιάνι». Η πρώτη μου εντύπωση είχε να κάνει με το ηπειρωτικό δροσερό κλίμα της περιοχής και τα καταπράσινα τοπία. Η δεύτερη σχετιζόταν περισσότερο με τη σύνθεση των αρχιτεκτονικών λύσεων μιας από τις βασικότερες πόλεις της τσαρικής Ρωσίας και πρωτεύουσας μιας από τις σοβιετικές δημοκρατίες. Προκαλούσαν το θαυμασμό μου και τα μεγέθη των απέραντων λεωφόρων με τις ατελείωτες ράγες του τραμ και τις σύγχρονες διαφημιστικές πινακίδες κατά μήκος των οδών.
Το κέντρο του Κιέβου
Το αυτοκίνητο που πήρε την παρέα μας από το αεροδρόμιο έπρεπε να διανύσει όλο το κέντρο του Κιέβου για να φτάσει στο σπίτι το οποίο μας είχε παραχωρήσει οικογένεια φίλων Ουκρανών. Φτάνοντας μπήκαμε σε μια πολυκατοικία σοβιετικής περιόδου. Με έκπληξη και ευχαρίστηση παρατήρησα ότι οι κοινόχρηστοι χώροι δεν ήταν ζωγραφισμένοι. Κακής ποιότητας ζωγραφιές που ελάχιστα θύμιζαν τα υψηλής αισθητικής ευρωπαϊκά γκράφιτι αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του εσωτερικού «ντεκόρ» των σοβιετικών πολυκατοικιών. Δεν ήταν σπάνιες και οι βρισιές γραμμένες με ό,τι βρισκόταν στα χέρια του «καλλιτέχνη», ακόμα και με κάρβουνο. Η συγκεκριμένη πολυκατοικία του Κιέβου όμως ήταν απολύτως καθαρή. Ίσως να αντιπροσώπευε την νέα τάξη πραγμάτων…
Καλό φαγητό και σκέψεις για την ανάδειξη της ποντιακής κουζίνας
Προς το βράδυ, στο διαμέρισμα του Κιέβου εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης του. Ο Σεργκέι, νεαρός καθηγητής καρδιολογίας, σύμφωνα με τους άγραφους νόμους φιλοξενίας του τόπου του δεν αρκέστηκε στην απλή ξενάγηση στο σπιτικό του. Σύντομα η παρέα μεγάλωσε και κατέληξε στο πλησιέστερο παραδοσιακό ουκρανικό εστιατόριο.
Παραδοσιακό ουκρανικό εστιατόριο με τοπικές λιχουδιές
Το τραπέζι μας αμέσως γέμισε με τοπικές λιχουδιές: χοιρινό κρέας, χοιρινό λίπος (σάλο), το χρένο (χρεν) και τα βακκίνια (κλιούκβα). Στα δύο τελευταία βασιζόταν και η παραγωγή των τοπικών ποτών και χυμών. Απέναντί μας κάθισαν ο Σεργκέι, ο Κονσταντίν και ο Μπόρις.
Ο καθένας τους, στο μέτρο του δυνατού, συνέβαλε στη μέγιστη κατανόηση της συζήτησής μας παραβλέποντας τις γλωσσικές διαφορές. Η επεξήγηση της προέλευσης των τοπικών φαγητών στάθηκε αφορμή και για τις αναδρομές στην ουκρανική ιστορία και παράδοση. Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την εκτέλεση παραδοσιακών τραγουδιών.
Το δείπνο εκτός από το ενθουσιασμό προκάλεσε και νέες σκέψεις. Το ντεκόρ του εστιατορίου, η ποικιλία γνήσιων τοπικών φαγητών (όπως το γνωστό στους Έλληνες «μπορς»), οι παραδοσιακές φορεσιές, τα τραγούδια και οι συνομιλίες στη γλώσσα του τόπου θα έπρεπε να αποτελέσουν παράδειγμα για τα ποντιακά εστιατόρια στην Ελλάδα, τα οποία αντί για παραδοσιακά φαγητά σερβίρουν ανατολίτικα εδέσματα. Και η μουσική σε αυτά φέρνει στα αυτιά των συνδαιτυμόνων περισσότερο τις μελωδίες του Καυκάσου παρά του Πόντου…
Την ημέρα της άφιξής μας στο Κίεβο ξεκινούσαν οι εορτασμοί για τα 1.025 χρόνια του εκχριστιανισμού των Ρως. Η ατμόσφαιρα ήταν πραγματικά γιορτινή. Το επόμενο πρωί κατά τις 8:00 την πόρτα του διαμερίσματος χτύπησε η ξεναγός, μια νεαρή Ουκρανή με τα μαλλιά πλεγμένα στο στιλ της Γιούλιας Τιμοσένκο.
Η κατοικία των Υψηλαντών στο Κίεβο
Το πρώτο κτίριο που συναντήσαμε οδηγούμενοι από την ξεναγό ήταν η κατοικία του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, πατέρα των Αλέξανδρου και Δημητρίου Υψηλάντη.
Η κατοικία του Κωνσταντίνου Υψηλάντη και η αναμνηστική πλάκα
Ο πρώτος ξεκίνησε την επανάσταση του 1821 για την απελευθέρωση της Ελλάδας και ο δεύτερος έφερε εις πέρας την αρχική της φάση. Ο τάφος του ηγεμόνα της Οθωμανικής Μολδοβλαχίας και πρώτου της οικογένειας Υψηλάντη που μπήκε στην υπηρεσία του τσάρου της Ρωσίας βρίσκεται στην Κίεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρα (Μονή των σπηλαίων του Κιέβου). Από αυτό τον τάφο ξεκίνησε η ξενάγησή μας στο μοναστήρι που έχει υπερχιλιετή ιστορία. Στις σπηλιές του σώζονται μέχρι σήμερα τα οστά των μοναχών, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες.
Ο τάφος του Κ. Υψηλάντη
Η ξενάγηση της δεύτερης μέρας συνεχίστηκε με την επίσκεψη στις ιστορικές εκκλησίες της Αγίας Σοφίας και του Αγίου Ανδρέα. Δεν έμεινε απαρατήρητο για μας και το σπίτι του Μιχαήλ Μπουλγκάκοβ, ενός από τους μεγαλύτερους σατιρικούς της ρωσικής λογοτεχνίας. Ενώ στην αρχή της καριέρας του επαινέθηκε από τον Στάλιν, αργότερα απομονώθηκε από το καθεστώς και το 1940 πέθανε στη Μόσχα.
Οι ήρωες και η τύχη τους
Το δεύτερο σκέλος της ξενάγησης σχετιζόταν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μνημείο στο πάρκο που είναι αφιερωμένο στους πεσόντες ήρωες είναι γιγαντιαίο. Όλοι οι λαοί της ΕΣΣΔ αντιστάθηκαν στην εισβολή των Γερμανών το 1941, και αυτό αποτυπώθηκε σε όλη του τη διάσταση.
Το Μνημείο των Πεσόντων γειτνιάζει με ένα σύγχρονο μουσείο για τις διώξεις κατά τη σοβιετική περίοδο. Στους τοίχους του μουσείου προβάλλονται οι κατάλογοι με τα αθώα θύματα, με επώνυμα και κατά περιοχή. Ο αριθμός των θυμάτων που πέθαναν (κυρίως από το λιμό) στην αρχή της δεκαετίας του 1930 μετριέται τραγικά σε εκατομμύρια.
Το μουσείο των διώξεων της σοβιετικής περιόδου
Φεύγοντας από το Κίεβο μετά το διήμερο ταξίδι, ο καθένας από εμάς κράτησε στη μνήμη του κάτι ιδιαίτερο και σημαντικό για τον εαυτό του. Όλοι μαζί όμως καταλήξαμε σε ένα συμπέρασμα: Ότι όλα στο Κίεβο θυμίζουν την Ελληνορθόδοξη παράδοση. Μπροστά στη θέα του ποταμού Δνείπερου και τις λουσμένες από τον ήλιο εκκλησίες με τους χρυσούς τρούλους μένεις άναυδος από τη φυσική ομορφιά του τόπου και τα δημιουργήματα του ανθρώπου. Εξίσου μας συγκίνησε και η φιλοξενία των ανθρώπων αυτού του τόπου που διατηρούν και βιώνουν τις παραδόσεις τους.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας
Η Μονή των Σπηλαίων του Κιέβου
Ο ναός του Αγ. Ανδρέα
Το άγαλμα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοβ
Ο παραδοσιακός φούρνος μέσα στο εστιατόριο
* Ο Βασίλης Τσενκελίδης είναι ιστορικός και δημοσιογράφος. Επισκέφτηκε το Κίεβο το 2013 στο πλαίσιο ενός ταξιδιού στη μνήμη, σε μέρη του ελληνισμού και του Πόντου ειδικότερα. Θα ακολουθήσει η δημοσίευση και των άλλων σταθμών του ταξιδιού του.
Δείτε, σχετικά (του Βασίλη Τσενκελίδη): «Όταν οι Έλληνες βάπτισαν τους Ρώσους»