Σχεδόν έναν αιώνα πριν, σε δύο στάδια (στις 30 Ιανουαρίου 1922 και στις 24 Ιουλίου του 1923) υπεγράφη η μοιραία για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου Συνθήκη της Λοζάνης. Οι Έλληνες, όπως και όλοι οι χριστιανοί της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν υποστεί γενοκτονία από τους Τούρκους, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες μετά τη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η 19η Μαΐου είναι ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας.
Αυτήν την ημέρα, το 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ (που αργότερα ονομάστηκε από τους Τούρκους Ατατούρκ) ως αξιωματικός του τουρκικού στρατού έκανε απόβαση στη Σαμψούντα του Πόντου για να υλοποιήσει το σχέδιό του. Συγκεντρώνοντας την εξουσία στα χέρια του θα καθάριζε τη νέα Τουρκία από τους μη Τούρκους.
Υποστηριζόμενος από τη σοβιετική Ρωσία και στη συνέχεια από τις Δυτικές δυνάμεις, ο Κεμάλ συνέχισε την εξόντωση άμαχου χριστιανικού πληθυσμού, κατέπνιξε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, όπως αυτό των Ελλήνων του Πόντου, και αντέκρουσε την προέλαση του ελληνικού στρατού. Στα χρόνια της Γενοκτονίας σφαγιάστηκαν πάνω από 353.000 άμαχοι Έλληνες στον Πόντο. Οι επιζήσαντες σε μεγάλο βαθμό αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης.
Μουσταφά Κεμάλ
Μόλις το 1994, μετά από σχεδόν 70 χρόνια, το ελληνικό Κοινοβούλιο αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία που διαπράχτηκε στην Τουρκία από το 1914 ως το 1923.
Οι δρόμοι της προσφυγιάς
Οι περισσότεροι από τους Έλληνες μετακινήθηκαν προς τη Ρωσία, όπου από τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν ήδη πλήθος ελληνικοί οικισμοί. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεγάλος αριθμός Ποντίων μεταφέρθηκαν στη Ελλάδα (κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη και εν μέρει στην Αττική, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο), δεν ήταν όμως λίγοι και οι Έλληνες που συνέχισαν το δρόμο της προσφυγιάς και μετανάστευσαν στη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και άλλες χώρες.
Ο ποντιακός ελληνισμός στερήθηκε έτσι το ιστορικό εθνικό έδαφος του Πόντου.
Πολλοί Έλληνες Πόντιοι ξεριζώθηκαν και έφυγαν πολύ μακριά, αρκετοί άλλοι όμως εγκλωβίστηκαν στο νεοσύστατο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης. Το ταξίδι τους προς την Ελλάδα (όταν αυτό κατέστη δυνατό, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) δεν ήταν στρωμένο με ρόδα. Ελάχιστοι αποζημιώθηκαν για τις περιουσίες που άφησαν πίσω.
Η παλιννόστησή τους στην Ελλάδα, που άρχισε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980, έφερε και πάλι στην επιφάνεια το ζήτημα των αποζημιώσεων όπως αυτό οριζόταν στη Συνθήκη της Λοζάνης. Τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν έως σήμερα οι Πόντιοι στην προσπάθειά τους να οργανώσουν αξιοπρεπώς την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα μας γυρίζουν πίσω στην αρχή του 20ού αιώνα. Για να κατανοήσει κανείς τη σοβαρότητα των ζητημάτων που ακολουθούν τον ελληνισμό μέχρι σήμερα, θα πρέπει να εξετάσει τους όρους της συμφωνίας που υπεγράφη εκείνα τα τραγικά για το ελληνικό έθνος χρόνια.
Πρόσφυγες στην Αθήνα
Τι προέβλεπε η Συνθήκη της Λοζάνης
Το έκτο κεφάλαιο της Συνθήκης της Λοζάνης προβλέπει την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ανταλλάξιμοι (Έλληνες και Τούρκοι) θεωρούνται όσοι εγκατέλειψαν τον τόπο κατοικίας τους μετά τις 18 Οκτωβρίου 1912.
- Στο Άρθρο 1 της Συνθήκης οριζόταν ότι την 1η Μαΐου του 1923 καθίσταται υποχρεωτική η ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων της Ορθόδοξης πίστης (δηλαδή οι Έλληνες της Μικράς Ασίας) και των Ελλήνων πολιτών της μουσουλμανικής πίστης (δηλαδή Τούρκοι της Ελλάδας). Οι ανταλλάξιμοι απαγορευόταν να επιστρέψουν στον τόπο κατοικίας τους χωρίς την άδεια των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας.
- Σύμφωνα με το Άρθρο 2 της συνθήκης, εκτός Ανταλλαγής έμεναν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου (Τουρκία) και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (Ελλάδα). Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήταν εκείνοι που ζούσαν εκεί μέχρι τις 30 Οκτωβρίου του 1918 και στην περιφέρεια μέχρι το 1912.
Ως μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης θεωρήθηκαν οι μουσουλμάνοι που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια της Θράκης. Προτεραιότητα στην Ανταλλαγή είχαν οικογένειες που είχαν ήδη χωριστεί. Στους ανταλλάξιμους επιτρεπόταν να μεταφέρουν κινητή περιουσία. Με την επανεγκατάσταση ασχολήθηκαν ειδικές επιτροπές στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Επίσης από τη Συνθήκη της Λοζάνης προκύπτει ότι οι ανταλλάξιμοι δικαιούνται δωρεάν στέγαση (άρθρο 14). Η Συνθήκη ορίζει ότι το πρόσωπο που υποβάλλεται σε ανταλλαγή δικαιούται να λάβει το ποσό που αντιστοιχεί στην ιδιοκτησία που κατείχε στον τόπο της προηγούμενης κατοικίας του.
Με την ευκαιρία αυτή, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, κατά τα έτη αυτά, σημείωσε ότι η δύσκολη λύση αυτού του ζητήματος θα παραμείνει στη μνήμη των ανθρώπων και θα πρέπει να καταδικαστεί. Οι Έλληνες του Πόντου που παρέμειναν στην ΕΣΣΔ δεν εισέπραξαν την αποζημίωση, ούτε όμως και οι παλιννοστούντες στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο πρέσβης της Σοβιετικής Ρωσίας Αράλοβ και ο στρατιωτικός ακόλουθος Κ. Ζβοναριόβ στο Ικόνιο, 1922
Η τελευταία πράξη που είχε σχέση με τη Συνθήκη του 1923 ήταν η συμφωνία «ειρήνης και φιλίας» ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία που υπεγράφη στις 10 Ιουνίου του 1930 στην Άγκυρα. Με αυτήν εξασφαλίζονταν ουσιαστικά τα δικαιώματα των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων, καθώς οι περιουσίες των Ελλήνων στη Μικρά Ασία υπερέβαιναν κατά εννέα φορές την αντίστοιχη των Τούρκων στην Ελλάδα.
Η ρωσοτουρκική συνέργεια και η στάση του Μουσταφά Κεμάλ
Στη διάσκεψη της Λοζάνης πήραν μέρος το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ρουμανία, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ (εκπροσωπήθηκαν από παρατηρητή) και η Τουρκία. Περιορισμένη συμμετοχή, μόνο στη συζήτηση για τη λειτουργία των Στενών της Μαύρης Θάλασσας, είχαν η σοβιετική και η βουλγαρική αντιπροσωπεία. Η σοβιετική κυβέρνηση μάλιστα κατάφερε να λάβει μέρος στις συνομιλίες μόνο μετά από έντονη διαμαρτυρία της. Ως αντιπρόσωπος στάλθηκε στη Λοζάνη ο υπουργός εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Γ. Τσιτσέριν.
Οι προτάσεις των Σοβιετικών για τις βασικές διατάξεις που αφορούσαν τα Στενά διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Λένιν. Σύμφωνα με την πρότασή του, έπρεπε «να αποκατασταθούν τα δικαιώματα του τουρκικού λαού για τα εδάφη και τα εθνικά ύδατα που του ανήκουν, να κλείσουν τα Στενά εν καιρώ ειρήνης και εν καιρώ πολέμου για τα στρατιωτικά και εξοπλισμένα πλοία καθώς και για στρατιωτικά αεροσκάφη από όλες τις χώρες, με εξαίρεση την Τουρκία, και να απελευθερωθεί η εμπορική ναυσιπλοΐα».
Η θέση του Λένιν έγερνε σαφώς υπέρ των Τούρκων.
Αυτό προκύπτει από τη σοβιετική πολιτική στην Τουρκία, όπου ήδη από το 1920 είχε σταλεί ως στρατιωτικός σύμβουλος του Ατατούρκ ο Μιχαήλ Φρούνζε. Στη Σαμψούντα συναντήθηκε μαζί του και ο πρώτος πρόξενος της σοβιετικής Ρωσίας στην Τουρκία, Συμεών Αράλοβ.
Ο Μιχαήλ Φρούνζε
Οι Σοβιετικοί εξυπηρέτησαν τον Μουσταφά Κεμάλ. Η νίκη των Τούρκων οργανώθηκε προσωπικά από τον Λένιν, ο οποίος ήθελε να αποκομίσει οφέλη από τις φιλοτουρκικές κινήσεις. Η μοίρα των Ελλήνων ήταν προαποφασισμένη. Ο Ατατούρκ χρησιμοποίησε προς όφελος της πολιτικής του τους Μπολσεβίκους, αλλά πολύ σύντομα τους αρνήθηκε.