Σήμερα η εκκλησία μας γιορτάζει την Κυριακή των Βαΐων. Ποια είναι, όμως, τα ήθη και τα έθιμα της ημέρας αυτής;
Την ημέρα αυτή γιορτάζουμε την πανηγυρική είσοδο του Κυρίου Ιησού Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Τότε, ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους Μαθητές του και του έφεραν ένα γαϊδουράκι. Έτσι κάθισε πάνω του για να μπει στην πόλη.
Ο δε λαός, ακούγοντας ότι ο Ιησούς έρχεται, πήρε αμέσως στα χέρια του βάγια από φοίνικες και βγήκε να τον υποδεχτεί. Άλλοι με τα ρούχα τους, άλλοι κόβοντας κλαδιά από τα δέντρα, έστρωναν το δρόμο απ’ όπου θα περνούσε ο Ιησούς.
Και όλοι μαζί, ακόμα και τα μικρά παιδιά, φώναζαν: «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».
Ο Χριστός εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα «επί πώλου όνου». Έτσι πορεύεται, και οι Ισραηλίτες τον υποδέχονται με τιμές βασιλικές. Εκείνος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις τιμές, δεν περιορίζεται στο πανηγύρι, στην πρόσκαιρη δόξα, αλλά προχωρεί στο σταυρό και την Ανάσταση.
Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα είναι τελικά η είσοδος του μαρτυρίου στην επίγεια ζωή του Κυρίου. Σε λίγες ημέρες θα μαρτυρήσει και θα θανατωθεί στο σταυρό, για να θανατώσει το θάνατο και να χαρίσει τη ζωή.
Τα Βάγια στις εκκλησίες και τα έθιμα
Την Κυριακή των Βαΐων όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια ή φοίνικες και άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά. Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.
Η Εκκλησία καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό, μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Όχλος πολύς […] έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ».
Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη «επί πώλου όνου», αναπαριστώντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντινά γινόταν «ο περίπατος του αυτοκράτορα» από το παλάτι προς τη μεγάλη εκκλησία. Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς, και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά.
Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους.
Τα «βαγιοχτυπήματα»
Τα «βαγιοχτυπήματα», τα παλαιότερα χρόνια, ήταν πολύ δημοφιλή με τα νιόπαντρα ζευγάρια.
Στους ναούς τους τα προμήθευαν τα ζευγάρια που είχαν παντρευτεί τη χρονιά εκείνη ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους.
Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια. Τα «βαγιοχτυπήματα» σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: «Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μύγα».
Δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί με τις γονιμοποιές, αποδίδονταν στα βάγια και γι’ αυτό έπρεπε μετά την εκκλησία όλα να τα «βατσάσουν» για το καλό. Τα δέντρα, τα περβόλια, τα κλήματα, τις στάνες, τα ζώα, τους μύλους, τις βάρκες.
Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι: «Μέσα βάγια και χαρές, όξω ψύλλοι, κόριζες!».
Τα βάγια κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι, και μ’ αυτά κάπνιζαν οι γυναίκες τα παιδιά για το κακό το μάτι.
Τα έθιμα ανά περιοχές
Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους λέγοντας «Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω».
Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα. Όπως το νερό παρέσυρε τα βάγια, εκείνο που ήταν πρώτο «εξασφάλιζε» στην ιδιοκτήτριά του να είναι πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.
Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την «αργινάρα», μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.
Τα έθιμα της περιφοράς των κλαδιών αποτελούν συνέχεια του αρχαίου εθίμου της «ειρεσιώνης» κατά το οποίο ένα κλαδί στολισμένο με καρπούς περιφέρονταν στους δρόμους προκειμένου να αναγγείλει τον ερχομό της άνοιξης.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού το έθιμο διαφοροποιήθηκε αφού τη θέση του κλαδιού την πήραν τα βάγια σχηματισμένα σε διάφορα σχήματα με πιο κλασικό αυτό του ψαριού. Αυτό ήταν το βασικό σημάδι των χριστιανών την εποχή των διωγμών, και φυσικά λόγω του ακρωνυμίου ΙΧΘΥΣ (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ).
Παρά το γεγονός ότι είναι Σαρακοστή, το ψάρι καταλύεται λόγω της σπουδαιότητας της γιορτής. Έτσι και το παιδικό τραγούδι ήταν: «Βάγια, Βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό, κι ως την άλλη Κυριακή με το κόκκινο αυγό!».