Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ποντιακής καταγωγής πρίγκιπας, γιος και εγγονός ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, στρατηγός του τσαρικού στρατού, αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως του 1821, υπήρξε από τις πιο τραγικές και συνάμα ιερές μορφές του αγώνα.
Εγκατέλειψε μια σπουδαία καριέρα και διέθεσε την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία για ένα όνειρο: Τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. Πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 1828.
Αφού άναψε τη φωτιά στις παραδουνάβιες χώρες συνελήφθη, κλείστηκε στις φυλακές και θυσιάστηκε… Όμως η θυσία του και όσων τον ακολούθησαν δεν πήγε χαμένη. Στον Νότο, από τις φλόγες της φωτιάς ξεπήδησε ολοζώντανο το όνειρο του πρίγκιπα!
Ο Υψηλάντης γεννήθηκε το 1782 στην Κωνσταντινούπολη. Η ρίζα των Υψηλαντών βρίσκεται στην Τραπεζούντα του Πόντου και την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών. Μετά την άλωση της Πόλης και της Τραπεζούντας, οι Κομνηνοί πρόσθεσαν στο επίθετό τους και το Υψηλάντης.
Πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ανατράφηκε μέσα σε περιβάλλον που διαπνεόταν από έντονο πατριωτισμό. Κατατάχτηκε στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του τσάρου και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, ενώ στη μάχη της Δρέσδης το 1813, όταν πολεμούσε ως συνταγματάρχης σε ηλικία μόλις 21 έτους, έχασε το δεξί του χέρι. Σε ηλικία 25 ετών, τον Μάρτιο του 1820, ο Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, μετά την άρνηση του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Τον ονόμασε «Επίτροπο», που κατά τη βυζαντινή εθιμοτυπία σήμαινε αντιβασιλέας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως.
Ο Υψηλάντης περνά τον ποταμό Προύθο
Στις 12 Απριλίου 1820 υπογράφεται πρακτικό με το οποίο τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αναγνωρίζουν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως «Γενικόν Έφορον της Ελληνικής Εταιρείας, ίνα εφορεύη και επιστατή εν πάσι όσα κρίνονται αναγκαία και ωφέλιμα». Παραιτείται από τον τσαρικό στρατό, περνά τον ποταμό Προύθο στις 22/2/1821 και υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας όπου οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Στις 26/2/1821, στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία. Ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσιών και υπογράφεται σε διώροφο κτήριο στο Κισινάου της Μολδαβίας (πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού Δημοσίου πριν από μερικά χρόνια) η Διακήρυξη προς το Έθνος και η πρόσκληση εθελοντών.
Απ’ όλη την Ευρώπη καταφθάνουν εθελοντές στη Μολδαβία και συγκροτείται αμέσως ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές.
Η ορκωμοσία των Ιερολοχιτών έγινε με τις φράσεις: «Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν αν τον εύρω προδότην της πατρίδος […]. Να μην παραιτήσω τα όπλα προτού να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της…». Μετά την ορκωμοσία οι νεοσύλλεκτοι τραγουδώντας το παρακάτω άσμα μετέβησαν στο αρχηγείο του Υψηλάντη: «Φίλοι μου συμπατριώται | Δούλοι να ‘μεθα ως πότε, | Των Αχρείων Μουσουλμάνων | Της Ελλάδος των τυράννων;».
Η κήρυξη της Επανάστασης στο Ιάσιο
Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί εξοπλίζουν δεκαπέντε πλοία και στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο. Ο Ιερός Λόχος του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7/6/1821, και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν. Οργισμένος ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη στην οποία χαρακτήριζε τους λιποτάκτες ανάνδρους.
«Άνανδροι αγέλαι λαών. […] Τρέξατε εις τους Τούρκους, τους μόνους άξιους φίλους των φρονημάτων σας».
Ο ίδιος (με τα δύο αδέλφια του) υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα και οι Αυστριακοί, για να τον παγιδεύσουν, τον εφοδίασαν με πλαστό διαβατήριο για να φύγει με το ψευδώνυμο Παλαιογενείδης. Λίγο μετά όμως τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς στο οποίο υπέστη τα πάνδεινα, αφού ήταν γνωστή η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική απέναντι σε επαναστάτες. Αποφυλακίστηκε με παρέμβαση του Τσάρου και με βαριά κλονισμένη την υγεία του, στις 24/11/1827. Πέθανε εγκαταλελειμμένος στη Βιέννη στις 19(31)/1/1828, σε ηλικία μόλις 36 ετών, χωρίς να προλάβει να δει την ολοκλήρωση του σχεδίου του και να βαδίσει στα ελεύθερα ελληνικά χώματα…
Το ταφικό μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Αθήνα, στο Πεδίον του Άρεως
Πριν πεθάνει έμαθε ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδας και είπε χαρούμενος «Δόξα σοι ο Θεός». Έπειτα άρχισε να απαγγέλει, με τα μάτια ψηλά στον ουρανό, το «Πάτερ ημών».
Δεν πρόφθασε να το τελειώσει, έγειρε το κεφάλι του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος που έμαθε ότι η πατρίδα είναι ελεύθερη μετά από 400 έτη σκληρό τουρκικό ζυγό…
Η κηδεία του έγινε στη Βιέννη. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν όλοι οι Έλληνες που διέμεναν στην αυστριακή πρωτεύουσα. Στο φέρετρό του ο νεκρός πρίγκιπας έφερε την στολή του Ιερολοχίτη και το ξίφος με το οποίο ορκίστηκε στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο από τον μητροπολίτη Βενιαμίν, για να ελευθερώσει την πατρίδα από τον δυνάστη.
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης