Μανούλα μου είμαι αθώος! Ήταν τα τελευταία λόγια του Αριστείδη Παγκρατίδη, που κατηγορήθηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο, ως ο δράκος του Σέιχ Σου.
Του Βασίλη Παπαδημούλη
Ήταν 16 Φεβρουαρίου 1968 ώρα 7.06 το πρωί όταν στο Σέιχ Σου, στο μέρος όπου συνδέθηκε με το όνομά του, ο Αριστείδης Παγκρατίδης, που κατηγορήθηκε ως «δράκος », στάθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Είχαν περάσει εννιά χρόνια από τη διάπραξη των φοβερών εγκλημάτων που είχαν σπείρει τον πανικό και τον τρόμο στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και δύο από την καταδίκη του τετράκις σε θάνατο από το πενταμελές εφετείο Θεσσαλονίκης.
Ο 28χρονος Παγκρατίδης, ο Αρίστος όπως τον φώναζαν, με ψυχραιμία που εξέπληξε τους πάντες στάθηκε απέναντι από τα όπλα, επαναλαμβάνοντας σε όσους προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν:
«Δεν είμαι εγώ. Δεν έκανα εγώ τα εγκλήματα».
Το μόνο που δέχτηκε πριν να οπλίσουν τα όπλα τους οι στρατιώτες του αποσπάσματος ήταν να του δέσουν τα μάτια.
«Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι» είπε απευθυνόμενος στο απόσπασμα πριν πετάξει το τελευταίο τσιγάρο από το στόμα του και λίγο πριν από τον ήχο των όπλων θα φωνάξει: «Μανούλα μου, είμαι αθώος».
Ο «δράκος του Σέιχ Σου» εκτελέστηκε χωρίς την παρουσία των συγγενών του και κηδεύτηκε λίγο αργότερα από τους αστυνομικούς στο νεκροταφείο της Εξοχής, αλλά το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο μισό αιώνα τώρα απασχολεί και διχάζει τον κόσμο είναι αν ήταν «ένοχος» η ένας «αθώος» που καταδικάστηκε, για να συγκαλυφθούν άλλοι.
Άλλωστε στην τρομοκρατημένη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή οι φήμες για τον «δράκο» οργίαζαν, άλλοι ισχυρίζονταν πως ανήκει στην «υψηλή κοινωνία» και τον κρύβουν, άλλοι πως «ήταν αστυνομικός και ξέρει να φυλάγεται» άλλοι έλεγαν για άτομο που έφυγε στο εξωτερικό, ενώ κάποιοι ισχυρίζονταν πως «ήταν τρελός και αυτοκτόνησε» κ.ά.
Δρακοφοβία
Όλα ξεκίνησαν το πρώτο τετράμηνο του 1959, όταν τρεις εγκληματικές ενέργειες σκόρπισαν τον πανικό στη Θεσσαλονίκη.
Στις 19 Φεβρουαρίου, άγνωστος τραυματίζει βαρύτατα με πέτρες και ληστεύει ένα ζευγάρι, τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονόρα Βλάχου, στο Σέιχ Σου -τα θύματα επέζησαν επειδή η παγωνιά σταμάτησε την αιμορραγία…
Στις 6 Μαρτίου, στην περιοχή της Μίκρας άγνωστοι δολοφονούν με πέτρες και ληστεύουν τον Κωνσταντίνο Ραΐση και Ευδοκία Παληογιάννη. Μάλιστα βιάζουν τη γυναίκα. Ο άνδρας είναι λοχαγός του ιππικού και βρίσκεται στο ραντεβού με τη φίλη του φορώντας τη στολή του, με στρατιωτικό τζιπ και οπλοφορώντας.
Στις 3 Απριλίου, άγνωστος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο, του οποίου η αυλή «ακουμπάει» στο Σέιχ Σου, και σκοτώνει με πέτρα και ληστεύει τη ράφτρα του ιδρύματος Μελπομένη Πατρικίου, σε ένα μικρό χωριστό σπιτάκι όπου έμενε…
Οι τρεις εγκληματικές ενέργειες δημιουργούν την εντύπωση του «δράκου» που ρίχνει την εφιαλτική του σκιά του πάνω από την πόλη. Η αστυνομία δεν μπορεί να βρει άκρη. Είναι ένας φόβος διαλυτικός! Ένας φόβος που πλανάται πάνω από την πόλη, τρυπώνει στις ψυχές, αλλοιώνει χαρακτήρες, διαπερνά την καθημερινότητά, τρομάζει τον ύπνο και κάνει όλους να πιστεύουν ότι αυτοί θα είναι το επόμενο θύμα του δράκου!
Οι γυναίκες αρχίζουν από τον φόβο να μην κυκλοφορούν τα βράδια παρά μόνο με συνοδεία, ενώ στα παλιά σπίτια της Άνω Πόλης από τον φόβο του δράκου όλοι διπλοκλειδώνουν τις πόρτες. Η «δρακοφοβία» οδηγεί και σε ακραίες περιπτώσεις που περιγράφονται με γλαφυρότητα στις εφημερίδες της εποχής.
Οι Θεσσαλονικείς με βάση τις περιγραφές του δράστη από τα θύματα που γλίτωσαν από τη μανία του βλέπουν παντού τον «δράκο». Στην αγορά, στους κεντρικούς δρόμους, στο Μοδιάνο, στο Καπάνι. Οι καταγγελίες διαδέχονται η μία την άλλη. Οι αστυνομικοί τρέχουν, αλλά ο «δράκος» πουθενά.
Ο φόβος ήταν τόσο μεγάλος, που ακόμη «και τα αχ βαχ» ζευγαριών σε ερημικές περιοχές μεταφέρονται στην αστυνομία σαν φωνές ατόμων που ψυχορραγούν.
Ο χρόνος κυλά, οι επιθέσεις εναντίον ζευγαριών ή μεμονωμένων γυναικών είναι περιορισμένες, δεν υπάρχει καμία δολοφονία και οι φήμες για τον «δράκο» οργιάζουν και αποτελούν την καθημερινή συζήτηση μεταξύ των Θεσσαλονικέων.
Σύλληψη
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα φόβου στις αρχές Δεκεμβρίου του 1963 συλλαμβάνεται ο 24χρονος, τότε, Αριστείδης Παγκρατίδης, επειδή μπήκε μεθυσμένος νύχτα στο ορφανοτροφείο «Μ. Αλέξανδρος», σε «αναζήτηση γυναίκας».
Δικάστηκε γρήγορα τον Οκτώβριο του 1964 και καταδικάστηκε σε εννιάχρονη κάθειρξη για «εξαναγκασμόν εις ασέλγειαν» μιας 11χρονης τροφίμου.
Κατά την ανάκριση, μέσα σε μια εβδομάδα, θα ομολογήσει ότι ήταν ο «δράκος του Σέιχ Σου». Ο τρόπος λήψης της ομολογίας από την αστυνομία αλλά και το γεγονός ότι αρνήθηκε τα πάντα στον ανακριτή που οδηγήθηκε δημιούργησαν από την πρώτη στιγμή την αμφιβολία αν ήταν ο πραγματικός δράστης ή ένα εξιλαστήριο θύμα που του φόρτωσαν τις κατηγορίες, επειδή όπως αναφερόταν και στο παραπεμπτικό βούλευμα ο Παγκρατίδης «ουδεμιάς τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς ως κίναιδος προς χρηματισμόν, ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς».
Διχάζονται οι απόψεις
Η δίκη Παγκρατίδη ήταν ένα από τα μεγάλα στόρι της εποχής. Η σεξουαλική του ζωή ήταν αυτή που τον πρόδωσε, πάνω στην αταξία της σεξουαλικότητάς του βασίστηκε το «κοινό αίσθημα» αλλά και η ασφάλεια για να τον καταδικάσει.
Ο Παγκρατίδης είναι ο «δράκος», δεν υπάρχει καμία αμφιβολία υποστήριξαν οι αστυνομικοί, οι εισαγγελείς και το πενταμελές εφετείο που τον έκρινε ένοχο σε δεύτερο βαθμό.
Μάλιστα ο δημοσιογράφος Γιώργος Σαλονικίδης, ο μόνος δημοσιογράφος που παρακολούθησε τις αναπαραστάσεις των εγκλημάτων του Παγκρατίδη, επιβεβαιώνει ότι είχε βρεθεί στο σπίτι του ο αναπτήρας του ίλαρχου Ραΐση. Μάλιστα είχε τη δυνατότητα να μιλήσει με τον Παγκρατίδη και, όπως ο ίδιος έλεγε, τον ρώτησε « Πες μου αν είσαι αθώος; Σε περίπτωση που είσαι αθώος, εμείς θα σταθούμε στο πλευρό σου». Ο Παγκρατίδης τότε του δήλωσε πως είχε κάνει αυτά για τα οποία τον κατηγορούν. Την άλλη ημέρα στην εφημερίδα που εργαζόταν, τον «Ελληνικό Βορρά» έγραφε «Ο Παγκρατίδης με έπεισε».
Άλλες φωνές όμως υποστηρίζουν πως ο Παγκρατίδης δεν υπήρξε ποτέ «δράκος» και επισημαίνουν πως τα τρία εγκλήματα διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους. Ισχυρίζονται μάλιστα πως δεν υπάρχουν αποδείξεις πως ο Παγκρατίδης ήταν ο δράστης των δύο τουλάχιστον επιθέσεων όπου υπήρχαν νεκροί: της Μίκρας και του νοσοκομείου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπήρχαν μάρτυρες, αυτοί δεν τον αναγνώρισαν με βεβαιότητα. Ακόμη, επισημαίνουν πως μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά δεν τον άφησαν, καθώς υποβλήθηκαν 13 αιτήσεις στο δικαστήριο για διάφορα θέματα (αποτυπώματα, αίμα, συγκεκριμένοι μάρτυρες, πιθανοί δράστες και άλλα…), όμως απορρίφθηκαν όλες.
Ακόμη και σήμερα υπάρχει η αμφισβήτηση για την ενοχή του Παγκρατίδη, που ήταν από τα τελευταία άτομα που εκτελέσθηκαν στην Ελλάδα πριν να καταργηθεί έπειτα από λίγα χρόνια η θανατική ποινή.
Αντίθετες γνώμες για την ενοχή του εκφράζουν και δημοσιογράφοι που κάλυψαν με εκτενή ρεπορτάζ την υπόθεση Παγκρατίδη, καθώς το θέμα του δράκου μονοπωλούσε τις εφημερίδες της εποχής.
Νίκος Βουργουτζής «Δεν ήταν ο δράκος»
«Γνώρισα τον Αρ. Παγκρατίδη από τη στιγμή που συνελήφθη μέχρι την ημέρα που τον εκτέλεσαν”, αναφέρει ο Νίκος Βουργουτζής. Και προσθέτει: “Από τη μελέτη της ζωής του πείσθηκα πως δεν ήταν ο ‘δράκος’. Ήταν ένα νεαρό άτομο που ζούσε στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά δεν ήταν δολοφόνος. Παραπέμφθηκε στο πενταμελές εφετείο για ληστεία μετά φόνου και όχι στο κακουργιοδικείο για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Εξάλλου, στο μεγαλύτερο μέρος της δίκης του έμεινε ουσιαστικά χωρίς υπεράσπιση, διότι οι δικηγόροι τους οποίους είχε ορίσει αποχώρησαν. Να σημειωθεί ότι όταν διαπράχθηκαν τα πρώτα εγκλήματα του «δράκου», όπως για παράδειγμα η επίθεση εναντίον της νοσηλεύτριας στο πρεμαντόρειο του Πανοράματος, ο Παγκρατίδης ήταν ηλικίας 10 – 12 χρόνων. Εξάλλου, υπήρχαν δολοφονίες και απόπειρες όμοιες με εκείνες του «δράκου», που δεν αποδόθηκαν στον Παγκρατίδη. Για ποιο λόγο;
Επίσης κατά τις αναπαραστάσεις ο Παγκρατίδης έπεφτε σε αντιφάσεις, γεγονός που έδειχνε ότι δεν γνώριζε ούτε τον χώρο ούτε τον τρόπο που διαπράχθηκαν τα εγκλήματα, απλώς συμφωνούσε σε όσα έβαζαν στο στόμα του οι αναλαβόντες το προανακριτικό έργο. Το σπουδαιότερο είναι ότι αρκετά χρόνια μετά την εκτέλεσή του συνελήφθη άτομο μεγαλύτερό του σε ηλικία και δικάστηκε για εγκλήματα που αποδόθηκαν στον Παγκρατίδη, αλλά δεν είχαν συμπεριληφθεί στη σε βάρος του δικογραφία. Είχα τη διαβεβαίωση του τότε αστυνομικού διευθυντή Θεσσαλονίκης ότι το δεύτερο άτομο ομολόγησε πως αυτός ήταν ο «δράκος». Ήταν όμως η εποχή της δικτατορίας και το άτομο αυτό παραπέμφθηκε για άλλες κακουργηματικές πράξεις, όσες δεν είχαν συμπεριληφθεί στη δικογραφία κατά του Παγκρατίδη, και καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη και σήμερα ίσως να κυκλοφορεί ελεύθερο!».
Βασιλική Γιγή «Ήταν ένοχος»
Η Βασιλική Γιγή ήταν από τους λίγους δημοσιογράφους της εποχής που παρακολούθησε την υπόθεση Παγκρατίδη από τη σύλληψή του το 1963 μέχρι και την ώρα που οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ήταν η πρώτη που δημοσίευσε την ομολογία του Παγκρατίδη και η μόνη γυναίκα από τους τρεις δημοσιογράφούς που βρέθηκαν στο Σειχ Σου τα ξημερώματα της 16ης Φεβρουαρίου 1968 και παρακολούθησαν την εκτέλεση του «δράκου».
Από το 1963 μέχρι και το 1968 συνάντησε δεκάδες φορές τον Παγκρατίδη και συνομίλησε μαζί του και λέει με βεβαιότητα πως «Ήταν ένοχος», Μάλιστα ετοιμάζει και ένα βιβλίο, στο οποίο θα παραθέσει ντοκουμέντα και στοιχεία με τα οποία θα αποδείξει τη θέση της αυτή, για να αποκαταστήσει την αλήθεια στην ιστορία της πόλης.
Σύμφωνα με την ίδια, «μετά τη σύλληψή του, όταν τα στοιχεία έδειξαν ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο που έκανε τα εγκλήματα του 1959, ο διοικητής Ασφάλειας Ν. Τζαβάρας ενημέρωσε τον εισαγγελέα Δ. Παπαντωνίου ότι επερατώθη η προανάκριση για την επίθεση στο ορφανοτροφείο και του ζήτησε να συνεχίσει την προανάκριση, γιατί τα ευρήματα ‘μύριζαν’ δράκο.
Τότε εστάλη στην ασφάλεια ο εισαγγελέας Νίκος Αθανασόπουλος και η ανάκριση γινόταν μόνο παρουσία του. Ο Παγκρατίδης, που πίστευε ότι λόγω της νεαρής ηλικίας του θα δικαστεί με ελαφρυντικά και θα εκτίσει την ποινή του σε αγροτικές φυλακές εξιστόρησε τη ζωή του, τις ανωμαλίες του καθώς και τα εγκλήματα που διέπραξε με λεπτομέρειες που δεν γνώριζε κανένα μέχρι τότε και που συνέπιπταν με τα ευρήματα των εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί πριν από τέσσερα χρόνια.
Μάλιστα ο εισαγγελέας Αθανασόπουλος, που είναι γνωστό ότι δεν θα κάλυπτε την αστυνομία, όταν τελείωσε η προανάκριση, δήλωσε: «Είμαι τόσο πολύ σίγουρος ότι είναι αυτός». Την ίδια άποψη με τον εισαγγελέα είχε και ο ανακριτής Κιούσης: «Είμαι 2.000% σίγουρος ότι είναι αυτός», είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους. Μάλιστα, ήταν τόσες οι λεπτομέρειες που είχε αποκαλύψει για ευρήματα στους χώρους των εγκλημάτων, πολλά από τα οποία δεν είχαν αξιοποιηθεί από την αστυνομία καθώς πίστευαν ότι δεν σχετίζονται με τις δολοφονίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την τελευταία επίθεση στο νοσοκομείο αναφέρθηκε σε ένα κουμπί και κάποια ψιλά που είχε χάσει φεύγοντας από τον τόπο, τα οποία οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι ανήκουν στον δράστη. Ήταν σίγουρα ο δράστης των εγκλημάτων, για τα οποία κατηγορήθηκε. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, στηρίχθηκαν σε μαρτυρίες ατόμων που δεν είχαν «ιδίαν αντίληψη» ούτε έζησαν τα γεγονότα».
Η ιστορία εμπνέει συγγραφείς και σκηνοθέτες
Μέχρι σήμερα δεν έχει εξιχνιαστεί ούτε έχει διαταχθεί αναψηλάφηση της δίκης Παγκρατίδη για να εξακριβωθεί αν ήταν όντως ο “Δράκος του Σέιχ Σου”. Η ιστορία του Παγκρατίδη έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και έχει γίνει βιβλίο και θεατρικό έργο, με τίτλο “Ο γύρος του θανάτου” που ανέβασε το ΚΘΒΕ.
Πηγή: makthes.gr