Ο ποιητής λαός στον Πόντο, εξέφραζε τον έρωτα μέσα από τους στίχους των τραγουδιών, με τρυφερότητα και αγάπη, όμως μερικές φορές οι νέοι γίνονταν πιο τολμηροί.
Η νέα, ίσως από ντροπή γινόταν κατακόκκινη σαν πιπεριά, όταν ο καλός της, την καλούσε να μπει στο χορό.
“Λελεύω σε, λελεύω σε, κόκκινον πεπερόπον
για έλα έμπα ‘ς σον χορόν, ‘ς σό δεξιόν το χερόπο μ'”.
Της αποκάλυπτε ότι την λάτρευε και την καλούσε να μπει στο χορό στο δεξί του χέρι. Αυτό για την εποχή ήταν μεγάλο τόλμημα και ήταν σημάδι πως κάτι σοβαρό συνέβαινε μεταξύ των δύο νέων.
Πολλές φορές για να μην αποκαλυφθεί δημοσίως το αίσθημα, κάποια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, σηνύθως συγγενής, που το γνώριζε έμπαινε στο χορό ανάμεσα στους δύο νέους, για συγκάλυψη.
Ακόμη πιο τολμηρό ήταν το παραπάνω τραγούδι σε παραλλαγή:
“Λελεύω σε, λελεύω σε, κόκκινον πιπερόπον
‘ς σή κρεββατί’ σ’ το γιαν’ καικά, ποίσον κ’ εμέναν τόπον.”
Ο προκλητικός νέος της εποχής, καλούσε την αγαπημένη του να του κάνει χώρο στο κρεββάτι της, για να πλαγιάσει δίπλα της.
Άλλο τραγούδι έλεγε:
“Έμορφεσσα περιστέρα, ντ΄ώραν έρθες από πέραν,
ερρούξα κι αραεύω σε’ς σ’ ορμανόπα, ‘ς σ’ ορμία,
θ’ εφίλ’να σ’ αλλομιάν.
Τένα, τένα, τένα, κανείς ‘κ έν άμον ατέναν,
θα κόφτω τα χρονόπα μου , τ’ ημ’ σα΄θα δίγ’ ατέναν”.
Εδώ την αγαπημένη του την παρομοιάζει με περιστέρι και την ρωτάει τι ώρα γύρισε, γιατί την πεθύμησε και ήθελε να την ξαναφιλήσει.
Συνεχίζει λέγοντας ότι δεν μοιάζει με καμία και θα έκοβε τα μισά του χρόνια να της τα δώσει…
Όμορφα χρόνια, ρομαντικά, με αγάπη και τρυφερότητα, που δεν βρίσκει κανείς πλέον στις πεζές μέρες μας…
(Λαογραφικά του Πόντου)