Ένα άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα ποντιακής καταγωγής κ. Κοντογιαννίδη Τάσου για την Παναγία Σουμελά το ιερό σύμβολο των Ποντίων.
Toυ Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Παναγία Σουμελά. Η μάνα και η οδηγήτρια των Ελλήνων του Πόντου που για αιώνες στάθηκε προστάτιδα και παρηγορήτρα τους. Το ιερό και εθνικό τους σύμβολο, το ακρωτήρι της ελπίδας, η τροφός και φρουρός των ονείρων, των στοχασμών και των μυχίων πόθων τους.
Είναι αυτή που έδωσε δύναμη στον υπόδουλο και μαρτυρικό ποντιακό λαό, να κρατήσει με πείσμα και αυτοθυσία, χωρίς εμπάθεια και μίσος τους αλλοθρήσκους και αλλοεθνείς τυράννους του, τα πατροπαράδοτα, τη θρησκεία του, την εθνική του συνείδηση, τη λαογραφία του, της ηθικές, τις κοινωνικές και οικογενειακές αρχές και παραδόσεις και προπάντων τη γλώσσα του.
Η Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο, χρονολογείται ως Πατριαρχική Μονή απο το έτος 380. Την ίδρυσαν επι του όρους Μελά δύο Αθηναίοι ιερομόναχοι, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, στους οποίους όπως λέει η παράδοση παρουσιάσθηκε η Παναγία και τους ζήτησε να ιδρύσουν μοναστήρι στο όνομα της πάνω σε βουνό στον Πόντο και να εγκαταστήσουν εκεί τη θαυματουργική εικόνα της, την Παναγία την Αθηνιώτισσα, που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Οι δύο μοναχοί πήγαν στην Τραπεζούντα και ύστερα από πορεία τριών ημερών στην γύρω περιοχή, βρήκαν το κατάλληλο μέρος για να κτίσουν το μοναστήρι. Ήταν η πλαγιά του βουνού Μελά στις όχθες του ποταμού Πυξίτη περίπου 45 χιλιόμετρα απο την Τραπεζούντα, ή πέντε ώρες δρόμο με το μουλάρι, όπως έλεγαν οι παλιοί Πόντιοι που χρησιμοποιούσαν τότε αυτό το μεταφορικό μέσο.
Γύρω στο 635, το μοναστήρι καταστράφηκε και ανακαινίστηκε στο 644 και για 600 έτη ήταν ο φάρος του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας σε ολόκληρη την Ανατολή.. Τη μεγαλύτερη ακμή γνώρισε το μοναστήρι κατά την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίως των αυτοκρατόρων Κομνηνών, αφού ο Ιωάννης ο Β΄ και ο Αλέξιος Β΄, ο Βασίλειος, ο Αλέξιος ο Γ΄ και ο Εμμανουήλ τίμησαν την παναγία Σουμελά με χρυσόβουλα προνόμια και την πλούτισαν με πολλά αφιερώματα..
Μάλιστα ο Αυτοκράτορας Εμμανουήλ χάρισε στη Μονή ένα σταυρό με πολύτιμα πετράδια, ενώ το ξύλο του ήταν από εκείνο της Σταύρωσης του Ιησού Χριστού. Ο Αυτοκράτωρ Δαυίδ ο Κομνηνός δώρισε στη Μονή ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο με διάφορες παραστάσεις.
Η Αυτοκρατορία έπεσε το 1461 και ακολούθησε η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας κατά την οποία η Παναγία Σουμελά υπήρξε το προπύργιο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Οι μοναχοί της Μονής έγιναν δάσκαλοι και δίδασκαν γλώσσα και θρησκεία μαζί. Λιμένα σωτηρίας χαρακτήρισε τη Μονή ο διακεκριμένος Πόντιος συγγραφέας Επαμεινώνδας Κυριακίδης.: « Κέντρον παιδείας λαμπτήρ αληθής σελαγίζων εν τη μακρά και ζοφερά νυκτί».
Οι Σουλτάνοι σεβάστηκαν τη Μονή και εξέδωσαν φιρμάνια προστασίας με τα οποία επεκύρωσαν τα προνόμια που είχαν δώσει οι αυτοκράτορες Κομνηνοί. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών το μοναστήρι ερημώθηκε και οι Τούρκοι άρπαξαν ο,τι πολύτιμο βρήκαν. Βαρύτιμα κειμήλια της Μονής, σκεύη, εικόνες, χρυσά άμφια και η πολύτιμη βιβλιοθήκη με χιλιάδες τόνους χειρόγραφα μεταφέρθηκαν στην Άγκυρα ή κατεστράφησαν.
Οι μοναχοί κατόρθωσαν να πάρουν και να κρύψουν την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, καθώς επίσης έναν πολύτιμο σταυρό και ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο του ευαγγελιστή Λουκά και τα έθαψαν δίπλα στο Μετόχι της Αγίας Βαρβάρας.
Μετά το 1930 όταν εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας, κατόπιν παρακλήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Ινονού επέτρεψε στον μοναχό Αμβρόσιο τον Σουμελιώτη να μεταβεί στη Μονή Σουμελά και να πάρει τα ιερά αυτά κειμήλια που είναι δώρα Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Και αφού τα έφερε στην Αθήνα, τα παρέδωσε στον αποκρισάριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Ήδη τα ιερά αυτά κειμήλια αφού φιλοξενήθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο επί εξήντα χρόνια, μεταφέρθηκαν το 1991 με εντολή του τότε πρωθυπουργού Κων. Μητσοτάκη στην νέα Μονή της Παναγίας Σουμελά που κτίσθηκε το 1951 στο όρος Βέρμιο της Ημαθίας. Εκεί, όπου κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, κατακλύζεται από χιλιάδες Ποντίους από όλα τα μέρη του κόσμου.