Η ποντιακή λέξη «Εμπονέστια» προέρχεται, κατά τον Ισαάκ Λαυρεντίδη, από την έκφραση «εμβαίνω εις την νηστείαν», και ήταν η ονομασία της Αποκριάς στον Πόντο. Οι νέοι την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς γλεντούσαν πίνοντας και τρώγοντας πλουσιοπάροχα. Μασκαρεύονταν και τριγυρνούσαν στα σπίτια της πόλης τους ή του χωριού τους.
Έθιμο διαφόρων περιοχών του Πόντου ήταν να μασκαρεύονται με φουστανέλα και περικεφαλαία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Περίπου 60 μασκαρεμένοι πάνω στα άλογα μιμούνταν την «πορεία του Μ. Αλεξάνδρου». Έθιμο που αναβιώνει από ορισμένους ποντιακούς συλλόγους ακόμα και σήμερα.
Τα περισσεύματα της Αποκριάς δίνονταν σε φτωχές Τουρκάλες που γύριζαν από το πρωί στις ελληνικές συνοικίες με αυτό τον σκοπό δηλαδή τη συλλογή των υπολειμμάτων των τροφών. Η χαρακτηριστική έκφραση που απηύθυναν οι Τουρκάλες μόλις αντίκριζαν μια Ελληνίδα νοικοκυρά ήταν «Κόγκσου, αρτούχ ‘μαρτούχ γιόκμου;», δηλαδή «γειτόνισσα, περισσεύματα, ξεπερισσεύματα δεν έχει;» Και οι Ελληνίδες σχολίαζαν μεταξύ τους «Οσήμερον οι τουρξάδες α έχ’ νε μπαϊράμ», δηλαδή «σήμερα οι Τουρκάλες θα έχουν Πάσχα».
Μόνοι όσοι είχαν ξενυχτήσει και γλεντήσει μέχρι πρωίας είχαν δικαίωμα να φάνε τα περισσεύματα της προηγούμενης.
Κι αυτοί όμως τα έχαναν εάν δεν ξυπνούσαν στην ώρα τους.
Το βράδυ της Αποκριάς ξημερώματα της Καθαρής Δευτέρας σφράγιζαν το στόμα τους για την περίοδο της νηστείας τρώγοντας ένα αυγό και λέγοντας «Με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατο». Σε ελεύθερη μετάφραση, το πρώτο φαγώσιμο που θα έτρωγε μετά το τέλος της νηστείας αργά το Μεγάλο Σάββατο ήταν το κόκκινο αυγό.
Οι Πόντιοι ήταν πολύ αυστηροί με την νηστεία. Ακόμη και η μύτη εάν άνοιγε ενός παιδιού, του έλεγαν να φτύσει το αίμα και να μην το καταπιεί για να μην καταλύσει τη νηστεία. Σε αρκετά μέρη του Πόντου, την ημέρα δεν έτρωγαν και δεν έπιναν τίποτα και μόνο το βράδυ έτρωγαν λιτά και κυρίως δίχως σταγόνα λιπαρή ουσίας κρέατος και γαλακτοκομικών.