Μια συνέντευξη με τον μεγάλο Πόντιο λυράρη Γιώργο Αμαραντίδη που είχε πραγματοποιήσει ο Γιώργος Τσάμπρας για το περιοδικό Δίφωνο τον Αύγουστο του 1998.
Όταν παίζει τη λύρα είναι σαν να διηγείται την Ιστορία του Πόντου. Ανήκει στην τρίτη γενιά προσφύγων, παλεύει όμως να παραμείνει παραδοσιακός επειδή «εξέλιξη σημαίνει και αλλοίωση»…
Η φωνή του Πόντου είναι, έτσι και αλλιώς, μια από τις πιο μυστικές, από τις πιο κλεισμένες στον εαυτό τους φωνές της ελληνικής παράδοσης. Κάτι η ιδιαίτερη γλώσσα της, κάτι οι ιδιόμορφοι ρυθμοί της, κάτι οι λογής παρεξηγήσεις που συνόδευσαν την διάσωσή της, η ποντιακή μουσική παράδοση έχει περιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά σε όσους έχουν βιωματική σχέση μαζί της λόγω καταγωγής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην πληρέστερη δυνατή καταγραφή του πλούτου αυτής της παράδοσης έχει η τρίτη γενιά μετά την εγκατάσταση των πληθυσμών του Πόντου στην κυρίως Ελλάδα. Από τους επιφανέστερους μουσικούς – εκπροσώπους αυτής της γενιάς είναι ο Γιώργος Αμαραντίδης.
Γεννήθηκε το 1944 σε ένα χωριό της Κοζάνης, το Καπνοχώρι. Μέχρι τα 30 του ζει στην αγροτική κοινωνία που έχουν οργανώσει εκεί οι Πόντιοι πρόσφυγες. Από 12 χρόνων, μαθητεύοντας κυρίως κοντά στον πατέρα του, ερασιτέχνη μουσικό, αρχίζει να παίζει κεμεντζέ (ποντιακή λύρα) σε παρέες, σε γάμους και σε πανηγύρια. Το 1973 δέχεται την πρόταση της Δόρας Στράτου να κατέβει στην Αθήνα για να παίξει λύρα συμμετέχοντας στις παραστάσεις του συγκροτήματος Ελληνικών Λαϊκών Χορών. Έναν χρόνο αργότερα ηχογραφεί τον πρώτο μεγάλο δίσκο του με παραδοσιακά τραγούδια του Πόντου. Θα ακολουθήσουν πολλοί ακόμη προσωπικοί δίσκοι, αλλά και κάποιες συνεργασίες με τη Δόμνα Σαμίου. Η συζήτηση μαζί του έγινε στο σπίτι του, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Καλλιθέα.
Πώς μεταδίδεται σε ένα παιδί που μεγαλώνει λίγο μετά τον Πόλεμο –και λίγο πριν συμπληρωθούν 30 χρόνια από την προσφυγιά– η ποντιακή καταγωγή του;
Επειδή τότες δεν υπήρχε τηλεόραση, που κάθεσαι σήμερα και παρακολουθάς ό,τι λέει, έπρεπε κάποιος να μιλάει, να υπάρχει αντίλογος… Το χειμώνα, λοιπόν, είχαμε τα «παρακάθια» όπως τα λέγαμε εμείς. Μαζευόμασταν, δηλαδή, σε σπίτια, 10-15 άτομα, οικογένειες, αντρόγυνα με παιδιά. Ήτανε τότε ακόμη πρόσφατα τα γεγονότα, ζούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Ρεύμα δεν υπήρχε, βάζαμε στη μέση τη λάμπα και όλο γι’ αυτά συζητούσαν. Τι τραβήξανε, πώς φτάσανε μέχρι εδώ, πόσους χάσανε στους δρόμους… Εμείς όλα αυτά τα ακούγαμε σαν παραμύθι, αλλά από τις πολλές επαναλήψεις κάποια στιγμή φτάναμε να νομίζουμε ότι κάπου εκεί ήμασταν κι εμείς.
Ποια είναι η ιδιαίτερη καταγωγή σας;
Από την Τραπεζούντα. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο δρόμο, στον ερχομό… Τους Αρμένιους τους σφάξανε εν ψυχρώ. Τους Πόντιους τους στέλνανε εξορία μέσα στο χειμώνα, τους παίρνανε τα ρούχα και από το κρύο και τις κακουχίες πεθαίνανε. Γενοκτονία με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή. Ο παππούς μου –έλεγαν– είχε φύγει στην Ρωσία – ήταν πολλοί που πηγαίνανε εκεί κατά διαστήματα και δούλευαν. Όταν γύρισε, μαζευτήκανε σε ένα φυσικό σπήλαιο. Μπήκανε μέσα τα γυναικόπαιδα, και οι άντρες πιάσανε την είσοδο. Κάποια στιγμή, ο αξιωματικός των Τούρκων ζήτησε να μιλήσει με κάποιον υπεύθυνο. Ως απόδειξη της συμφωνίας για την ανταλλαγή πληθυσμών –για να βγούνε οι δικοί μας και να μην πολεμάνε άδικα– τους έφεραν μια εφημερίδα ελληνική. Ύστερα τους μαζέψανε όλους μαζί, τους κατεβάσανε στην παραλία και τους βάλανε στα πλοία. Ήρθανε στην Αθήνα και από εκεί διοχετεύθηκαν σε διάφορα μέρη, από τα Γιάννενα μέχρι την Κρήτη.
Στη δεκαετία του ’50, όσο ήσασταν ακόμη παιδί, υπήρχαν άλλα ακούσματα στο χωριό εκτός από τη μουσική του Πόντου;
Ακούγαμε ακόμη τότε τους λυράρηδες που είχαν έρθει από τον Πόντο. Βέβαια, δεν ήταν επαγγελματίες… Ο πατέρας μου έπαιζε λύρα, ο θείος μου τραγουδούσε. Δεν υπήρχε ραδιόφωνο στο χωριό για να ακούσουμε άλλες μουσικές. Μόνο γύρω στο 1955 ήρθε ένα ράδιο στο καφενείο και ήτανε αυτό το μέγα γεγονός. Μαζεύονταν, λοιπόν, όλοι εκεί για να ακούσουν τις ειδήσεις.
Ποντιακά από δίσκους πότε πρωτοακούσατε;
Υπήρχαν μερικοί που είχανε γραμμοφωνήσει στις παλιές τις πλάκες: Ο Νίκος Παπαβραμίδης, ο Σταύρης Πετρίδης από τη Θεσσαλονίκη –ο πατέρας του Γώγου–, ο Μπαϊραχτάρης από τα Σούρμενα… Τους ακούγαμε μετά το 1955, στο γραμμόφωνο που υπήρχε στο καφενείο του χωριού. Μαζί ακούγαμε και το «Μια μελαχρινή, κούκλα ζωντανή» και τραγούδια σμυρναίικα. Η ποντιακή δισκογραφία όμως άρχισε βασικά μετά το ’60. Τότε ξεκίνησε να ηχογραφεί ο Χρύσανθος, με τον Γώγο, με τον Κουγιουμτζίδη, και σιγά-σιγά οι υπόλοιποι.
Φεύγετε για πρώτη φορά από το χωριό με αφορμή τη λύρα;
Όταν ήρθε το στρατιωτικό, δεν πήρα τη λύρα μαζί μου. Παρουσιάζομαι τότε στα Τρίκαλα και είναι οι μέρες που έχει γεννήσει ο βασιλιάς τον Παύλο. Μας ρωτάνε, λοιπόν, πόσοι ξέρουμε όργανα για να γλεντήσουμε στο στρατόπεδο. Από τα μεγάφωνα ακούω ότι ψάχνουν κάποιον που να παίζει ποντιακή λύρα. Με φωνάξανε και πήγα. «Γιατί δεν έφερες τη λύρα;» με ρώτησαν. «Δεν τόλμησα.» «Θα πάρεις άδεια να πας να την φέρεις.» Απολύθηκα, γύρισα στο χωριό και συνέχισα την ίδια δουλειά: αγρότης. Έως ότου κάποιος από την Κοζάνη που με ήξερε μίλησε για μένα στη Δόρα Στράτου. Εκείνη έψαχνε λυράρη. Με παίρνει, λοιπόν, τηλέφωνο και μου λέει: «Έχω ένα θέατρο στην Αθήνα και θέλω…». Εγώ ούτε τη Δόρα Στράτου ήξερα μέχρι τότε ούτε τίποτα για όλη αυτή την ιστορία. Προβληματίστηκα. Ήταν και μέσα στο καλοκαίρι και η δουλειά του χωραφιού δεν παίρνει αναβολή.
Δεν το θεωρήσατε μια καλή ευκαιρία για να φύγετε από το χωριό; Αυτό ήταν τότε ομολογουμένως το όνειρο των περισσοτέρων…
Όχι. Εμένα μου άρεσε η δουλειά στα χωράφια. Εκεί είχα μάθει και εκεί μου άρεσε. Και τώρα, ακόμη, στο χωριό θέλω να ζήσω, αλλά οι υποχρεώσεις με κρατάνε εδώ. Ήρθα παρ’ όλα αυτά στην Αθήνα –ήμουν 27 χρονώ– γνώρισα τη Δόρα Στράτου, γνώρισα και κάτι άλλα παιδιά, Πόντιους, που χόρευαν εκεί. Με άκουσε, της άρεσα και θέλησε να με κρατήσει.
Οπότε μετακομίζετε στην Αθήνα…
Όχι. Πηγαινοερχόμουνα. Ταξίδευα τέσσερις φορές τον μήνα. Τη βδομάδα που έβαζε κρητικά στην παράσταση δεν έβαζε ποντιακά γιατί μοιάζουνε. Έτσι, εγώ τη μια βδομάδα ήμουν στο χωριό και την άλλη στην Αθήνα. Αυτό για τρία χρόνια. Στο τέλος της πρώτης σεζόν, σκεφτόμουν να σταματήσω. Έτυχε όμως τότε να γίνει ένα ταξίδι στις Ινδίες με όλο το γκρουπ. Ιανουάριος του 1974. Ένας λόγος που κάθησα ήταν αυτός. Ήταν μια καλή εμπειρία εκείνες οι περιοδείες, κι εγώ έμεινα κατενθουσιασμένος γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα στο εξωτερικό. Την επόμενη χρονιά που η Δόρα Στράτου μου ζήτησε να ξανακατεβώ, εγώ της απάντησα: «Ναι, αλλά θέλω να με προωθήσετε για δίσκο προσωπικό, δικό μου…». Τηλεφώνησε, λοιπόν, και με σύστησε στη Μιούζικ Μποξ. Έτσι έκανα τον πρώτο μου δίσκο. Μέχρι που έκλεισε η εταιρεία και έφυγα, έκανα άλλους έξι δίσκους.
Πόσα χρόνια παίξατε στη Δόρα Στράτου;
Εννιά. Όταν πια ήταν στα τελευταία της, έφυγα. Δεν θέλησα να συνεργαστώ άλλο. Έπεσαν τα κοράκια πάνω της και αρχίσανε άλλα πράγματα. Ποιος θα πάρει τη θέση της, ποιος θα πάρει το τάδε πόστο… Εκείνη, λόγω της ηλικίας της, είχε πάθει κάτι σαν αμνησία – δεν γνώριζε καλά-καλά τους συνεργάτες της και δεν είχε πιά κρίση. Έβλεπα να καρφώνει ο ένας τον άλλον και εκείνη να διώχνει κόσμο. Εγώ έφυγα μόνος μου.
Πώς νιώθει ένας άνθρωπος που έμαθε τη λύρα σε παρέες, σε γλέντια, σε γάμους, και ξαφνικά βγαίνει να την παρουσιάσει σαν «νούμερο» μιας παράστασης σε ένα θέατρο; Έχω την εντύπωση ότι μέχρι τότε το τραγούδι, η μουσική, είχε για εσάς άλλο νόημα…
Όταν παίζω λύρα σε τέτοιους χώρους, νομίζω ότι λέω την Ιστορία του Πόντου – αυτήν που δεν έχουν τα βιβλία. Υπάρχουν μόνο δύο γραμμούλες για τόσες χιλιάδες χρόνια, τόσες θυσίες και μία Γενοκτονία. Η Έξοδος του Μεσολογγίου που μάθαμε στα σχολεία έχει γίνει κι εκεί, ο χορός του Ζαλόγγου έχει χορευτεί και από τις Πόντιες. Βέβαια, κι εδώ κι εκεί οι Τούρκοι τα κάνανε. Μόνο που αυτά εδώ είναι γραμμένα, και τα δικά μας άγραφα. Και όταν λέμε Πόντος, σήμερα, μιλάμε για έναν λαό κοντά τρία εκατομμύρια στην Ελλάδα – αν βάλουμε και τη διασπορά, μπορεί να ’μαστε και πέντε. Δεν δικαιούμεθα, λοιπόν, λίγη Ιστορία; Οι περισσότεροι αυτό που ξέρουνε για τους Πόντιους είναι τα ανέκδοτα. Έτσι λοιπόν κι εγώ, όταν τραγουδάω για τον άγνωστο στρατιώτη του «Αητένς επαραπέτανεν» ή για «Του ήλ’ το κάστρο», τραγουδάω την Ιστορία μου. Γιατί αλλιώς έρχεται σιγά-σιγά η εξέλιξη, που είναι και η αλλοίωση.
Φαντάζομαι ότι αυτές τις σκέψεις δεν τις κάνατε από νέος…
Είχα από τότε την αίσθηση ότι είμαι Πόντιος αλλά δεν ήξερα πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Συνεργαζόμενος με τη Δόρα Στράτου, από τα λόγια της κατάλαβα ότι αυτή η δουλειά είναι πάρα πολύ σοβαρή, δεν είναι μόνο γλέντι, τραγούδι και χορός.
Το ποντιακό κέντρο διασκέδασης υπήρξε η αναγκαία λύση προκειμένου να συνεχίσετε την καριέρα σας στην Αθήνα όταν πια αποχωρήσατε από τη Στράτου;
Την εποχή που ξεκίνησα, γύρω στο 1975, είχαν πάρει την απάνω βόλτα τα νεοποντιακά και δεν με προτιμούσαν ούτε στα κέντρα ούτε στις εκδηλώσεις. Έλεγαν «αυτός είναι μονότονος». Δεν βαριέσαι… Με την πάροδο του χρόνου, δικαιώθηκα. Αργότερα, εγώ ήμουν που είχα δουλειές ενώ αυτοί δεν είχαν. Ο λαός ξέρει να διαλέγει. Μπορεί να ενθουσιάζεται στην αρχή, αλλά καταλήγει εκεί που πρέπει. Είναι το καλύτερο φίλτρο. Άμα περάσεις από μέσα, καθάρισες. Γύρω στο 1978 δούλευα για ένα διάστημα συγχρόνως στο θέατρο και στο μαγαζί με τα ποντιακά. Είχα παντρευτεί στο μεταξύ, αλλά την οικογένεια δεν την είχα φέρει από το χωριό. Το μαγαζί ήτανε δυο μέρες την εβδομάδα – και τώρα έτσι είναι. Μπορούσα λοιπόν να πηγαινοέρχομαι και στο χωριό. Τους έφερα όταν έκλεισα –μία και μόνο φορά– στα «Δειλινά», με τον Χάρρυ Κλυνν, τον Μανώλη Μητσιά, τη Λιζέτα Νικολάου και την Άννα Βίσση. Παρουσιάζαμε εκεί τον πυρρίχιο και η Λιζέτα έλεγε ποντιακά.
Πόσα είναι τα ποντιακά μαγαζιά σήμερα;
Εδώ, στην Αθήνα, είναι δύο. Φτάσανε, κάποια στιγμή, μέχρι τέσσερα αλλά… Στη Θεσσαλονίκη, πάλι, είχε δέκα αλλά και εκεί έμειναν μόνο τρία. Έχουν κλείσει γενικά όλα τα κέντρα τα παραδοσιακά, όχι μόνον τα ποντιακά.
Είναι άραγε επειδή οι μνήμες λιγοστεύουν και οι άνθρωποι που έχουν μια βιωματική σχέση με αυτά τα πράγματα δεν αποτελούν πλέον εν ενεργεία κοινό;
Δεν το πιστεύω αυτό. Εγώ βλέπω τους νέους… Στη σειρά τη δική μου μπορεί να υπήρχαν το πολύ πενήντα λυράρηδες σε όλη την Ελλάδα, ενώ σήμερα υπάρχουν πάνω από διακόσιοι. Άρα δεν λιγόστεψαν αυτοί που ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα. Βγαίνω στη Μακεδονία και συναντάω παιδιά 20 χρονών που παίζουν πολύ καλή λύρα. Εγώ ο ίδιος έχω πάνω από σαράντα μαθητές σε συνεργασία με διάφορους συλλόγους. Οι σύλλογοι εδώ είναι πάνω από τριάντα. Κάθε πόλη έχει και το σύλλογό της. Γύρω στους τριάντα έχουμε και στη Γερμανία. Επομένως, τα κέντρα χαλάσαν γιατί… ήθελαν τα ίδια να χαλάσουν. Σιγά-σιγά βάλανε και στα ποντιακά τις σαμπάνιες και τα λουλούδια και άρχισαν να μιμούνται το στυλ γλεντιού του λαϊκού τραγουδιού. Βάλανε και λαϊκές τραγουδίστριες… Μπορεί στην αρχή αυτό να άρεσε, μετά όμως οι Πόντιοι, αυτοί που θέλανε τη λύρα, άρχισαν να φεύγουν.
Με τα σύγχρονα ποντιακά πως τα πήγατε;
Το πιο δύσκολο πράγμα για έναν παραδοσιακό μουσικό είναι να… μείνει παραδοσιακός. Ίσως αν δεν συνεργαζόμουν με τη Δόρα Στράτου και τη Δόμνα Σαμίου –με την οποία συνεργάζομαι μέχρι σήμερα– να έφτιαχνα και εγώ τέτοια, «σύγχρονα» κομμάτια. Ωστόσο η συνεργασία μου μαζί τους, οι συζητήσεις που κάναμε, με σταμάτησαν. Μου έδωσαν να καταλάβω ότι είναι σαν να γράφεις ψεύτικη Ιστορία: Ακούς μια μουσική τούρκικη, βουλγάρικη, σλάβικη, την παντρεύεις με ποντιακά λόγια και την σερβίρεις δισκογραφικά σαν ποντιακό. Ο πειρασμός υπάρχει. Εγώ όμως στους δίσκους ήμουν πάντα αυστηρός με τον εαυτό μου. Έχω γύρω στους δεκαέξι δίσκους με παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια και όργανα: λύρα, νταούλι, αγγείον (τσαμπούνα), φλογέρα – κάποτε και ζουρνά. Στα κέντρα, βέβαια, είναι αλλιώς. Όταν ένα τραγούδι που δεν είναι παραδοσιακό κυκλοφορεί, ο λαός το ακούει, του αρέσει, και μετά έρθει ο άλλος και σου κάνει παραγγελιά, είσαι υποχρεωμένος να το παίξεις. Στα κέντρα, λοιπόν, παίζαμε όλα αυτά τα τραγούδια. Τώρα, το αν είναι καλό η όχι που γίνανε, θα το δείξει το μέλλον. Μπορεί κάποια από αυτά να μείνουνε και αργότερα να γίνουν παράδοση.
Η ποντιακή παράδοση πιστεύετε ότι έχει καταγραφεί ολόκληρη στη δισκογραφία; Προσωπικά γνωρίζω λίγα πράγματα, και ακόμη λιγότερα είναι στη διάθεση ενός μέσου ακροατή.
Χαθήκανε πολλά. Θαφτήκανε μαζί με τους ανθρώπους. Τότε, το ’22, όταν ήρθανε οι Πόντιοι, δεν υπήρχαν άνθρωποι να πάνε να τους βρουν και να καταγράψουνε τη μουσική τους. Άλλωστε, και οι ίδιοι είχαν άλλες έγνοιες. Αργότερα, οι περισσότεροι είχαν πια πεθάνει. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καταγραφή. Αυτές οι ανώνυμες φωνές που τις έχω στα αφτιά μου δεν υπάρχουνε – ούτε και θα βγει κάποιος νεότερος, γιατί ούτε εγώ ο ίδιος που τις άκουσα δεν έχω αυτό το χρώμα, το καθαρό ποντιακό. Ο μεγαλύτερος λυράρης που πέρασε από την ιστορία μας –τουλάχιστον από αυτούς που γνώρισα εγώ– είναι ο Γώγος (Πετρίδης). Ανέβασε πολύ τη λύρα. Αυτόν ακούσαμε οι υπόλοιποι… Όλοι τον μιμηθήκαμε. Προσπαθήσαμε να παίξουμε πάνω στον τρόπο του. Έβαλε τη λύρα σε μια θέση σωστή γιατί οι παλαιότεροι παίζανε λίγο στην τύχη. Ο Γώγος δεν ήξερε μουσική, ήτανε χάρισμα αυτό που είχε, και έτσι τα ’βαλε όλα σε μια σειρά. Πρέπει να ’χει δεκαπέντε χρόνια που πέθανε, 72 χρονώ. Ξέρεις τι γίνεται με το δίσκο μέχρι και σήμερα; Ο μόνος τρόπος που μαθαίνουμε αν πάει η όχι καλά είναι αν μας ζητήσει η εταιρεία να κάνουμε και άλλον. Ηχογραφώντας έναν δίσκο, το μόνο κέρδος που έχεις είναι ότι κάνεις «όνομα». Από χρηματικής πλευράς δεν αξίζει τον κόπο. Εγώ έχω δεκαέξι δίσκους που για να τους κάνω μου το ζήτησαν κάποιες εταιρίες. Και τι έβγαλα; Πάω κάθε έξι μήνες και παίρνω 100, το πολύ 200.000. Κι ύστερα, μόλις περάσουν δυο χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου, τελειώνει και αυτό…
Αλήθεια, πώς σας φάνηκε η απόδοση ποντιακών τραγουδιών από τον Στέλιο Καζαντζίδη;
Εμένα μου άρεσε που ο Καζαντζίδης είπε ποντιακά. Από κει και πέρα, για να γίνει χρυσός ο δίσκος πάει να πει ότι και ο λαός καλά το πήρε…
Δεν είπε, βέβαια, μόνο παραδοσιακά ποντιακά, ούτε χρησιμοποίησε παραδοσιακές ποντιακές ορχήστρες.
Έτσι άρεσε στον Καζαντζίδη, έτσι θέλησε να το κάνει. Εγώ ήμουνα στο στούντιο, με καλέσανε να βοηθήσω. Δεν δέχτηκα, όμως, να παίξω με αυτά τα όργανα. Είπα τη γνώμη μου για το πώς πρέπει να γίνει ο δίσκος –παραδοσιακός, με παραδοσιακά όργανα–, αλλά ο ίδιος ο Καζαντζίδης, ίσως επειδή το αυτί του είναι συνηθισμένο στην ορχήστρα, είπε, «όχι, εγώ θέλω να το κάνω έτσι…». Ήτανε και ο Χρύσανθος σε εκείνη την δουλειά, ο οποίος επίσης του έλεγε να τα κάνουμε παραδοσιακά – ούτε εκείνον άκουσε. Εμένα, βέβαια, μου αρέσανε και έτσι όπως τα έκανε.
Τελικά, σήμερα, μπορεί κανείς να ζήσει καλά παίζοντας λύρα;
Εγώ έζησα. Δεν έκανα θαύματα, στο νοίκι κάθομαι, αλλά οπωσδήποτε μια οικογένεια τα φέρνει άνετα βόλτα. Είναι και πόσες δουλειές θα σου βγούνε… Άμα δεν είσαι σε κέντρο, περιμένεις να χτυπήσει το τηλέφωνο να βγει δουλειά. Άμα έχεις όνομα ισχυρό, επιβιώνεις. Άμα δεν έχεις, όμως, δεν μπορείς να ζήσεις. Και για μένα ακόμη μπορεί να ’ρθει μήνας να ’χει πολλή δουλειά, μπορεί να ’ρθει και να μην έχει…
Πέρα από την ενασχόλησή σας μαζί της για επαγγελματικούς λόγους, διασκεδάζετε με τη λύρα;
Στο τραπέζι, όταν βρεθούνε πέντε-δέκα καλοί μερακλήδες, κάνουν όλοι το κέφι τους, μαζί και ο λυράρης. Εκεί δεν είναι πλέον επάγγελμα. Πίνουμε και γλεντάμε.
Σας συμβαίνει συχνά αυτό;
Πολλές φορές. Περισσότερο επάνω, στο χωριό, λιγότερο στην Αθήνα. Εδώ είναι και το διαμέρισμα, ενοχλείς τον διπλανό. Εμείς, άμα κάτσουμε να πιούμε, να παίξουμε λύρα και να τραγουδήσουμε, θα μας πάρει το πρωί. Εδώ, όμως, μπορεί να μας πάρει και το… 100 που θα φωνάξει ο άλλος. Ενώ στο χωριό, όσο θέλεις φώναξε…
Εκεί, στο χωριό, εξακολουθεί το «παρακάθι»;
Κάπως έτσι. Άμα αρχίζει να παίζει η λύρα, την κλείνουμε την τηλεόραση. Τελείωσε. Γλεντάμε και πίνουμε. Λέει ο ένας το ένα στιχάκι, λέει ο άλλος το άλλο. Μου αρέσει πολύ αυτό το γλέντι. Όχι ότι έχω τίποτα με την τηλεόραση, έτσι; Χρειάζεται και αυτή, τελευταία όμως μας έχει πάρει τα μυαλά.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως η αναγωγή της παραδοσιακής μουσικής σε «διατηρητέο μνημείο», σε αντικείμενο μελέτης συλλόγων, μουσείων κτλ. μέτρησε, εντέλει, αρνητικά στην καθημερινή της χρήση ως μέσου έκφρασης και ψυχαγωγίας των ανθρώπων…
Πάντα μια εξέλιξη έχει τα θετικά της και τα αρνητικά της. Είναι αναπόφευκτα όλα αυτά… Πρέπει επιτέλους όλοι μας να ξεκινήσουμε, έστω και τώρα, να δουλεύουμε πιο σοβαρά πάνω στην παράδοση της Ελλάδας. Και «πιο σοβαρά» σημαίνει να μπει μέσα στα σχολεία. Στο κάτω-κάτω, δεν πειράζει να μάθει και πέντε χορούς το παιδί. Γυμναστική είναι και αυτό… Να μην τα περιμένουμε όλα «από στόμα σε στόμα». Κάνει βέβαια τη δουλειά της και αυτή η μέθοδος – και την κάνει καλά, αιώνες τώρα. Ο λαός τα κρατάει όσο μπορεί όλα αυτά. Κατά τα άλλα όμως, εκεί που το κράτος θα ’πρεπε να συντηρεί τους ανθρώπους οι οποίοι ζωντανεύουν το δημοτικό τραγούδι, μοιάζει να κάνει ό,τι μπορεί να τους φιμώσει. Τι να πω, ρε παιδί μου; Ότι είναι σκοπιμότητα; Να σας πω, για παράδειγμα, κάτι που συμβαίνει τελευταία με αυτό που λένε ότι κάθε επάγγελμα έχει ένα τεκμήριο στην εφορία; Με βάση αυτό, λοιπόν, ένας δημοτικός τραγουδιστής εξομοιώνεται με έναν λαϊκό. Και έρχεται η εφορία και ζητάει, ας πούμε, 4.000.000 από έναν άνθρωπο που έχει χρόνια να δουλέψει σε μαγαζί. Και είναι αρκετοί αυτοί… Για μια εκδήλωση κάπου στην Ελλάδα, εγώ δεν μπορώ να ζητήσω πάνω από 100.000. Βάλε εισιτήρια, διαμονή…Και θα σου τύχει μια τέτοια εκδήλωση τη βδομάδα; Αν ζητήσω παραπάνω, την άλλη φορά δεν θα με πάρουν. Έχουμε παραδείγματα μεγάλων τραγουδιστών που ζήτησαν παραπάνω και σταμάτησε το τηλέφωνό τους να χτυπά για χρόνια. Ποιος να τους τα δώσει; Και από που να τα βγάλει;