O Ελληνισμός της Τουρκίας αυξάνεται συνεχώς. Ενώ χιλιάδες νέοι αναγκάζονται να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό ή να αναβάλουν τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα, μία μερίδα τους έχει εγκατασταθεί στην Τουρκία.
Μια σειρά παραγόντων συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Από την μια, η τουρκική οικονομία διάγει μια δεκαετία αναπτύξεως εντυπωσιακής όχι μόνον για τα δεδομένα της χώρας αλλά και παγκοσμίως, και αποτελεί πόλο έλξεως εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού.
Από την άλλη, η σχετική βελτίωση των διμερών διπλωματικών σχέσεων και η ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών επέτρεψαν την αλλαγή μιας ιδιαιτέρως αρνητικής εικόνας για την Τουρκία, μιας εικόνας επηρεασμένης από δεκαετίες ανταγωνισμού, την απουσία λύσεως του Κυπριακού και των διμερών διαφορών στο Αιγαίο. Η αύξηση του όγκου των ελληνοτουρκικών εμπορικών συναλλαγών και επενδύσεων δημιουργεί και αυτή την δική της δυναμική.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άνευ ιστορικού προηγουμένου. Αντίστοιχο μεταναστευτικό ρεύμα είχε σημειωθεί και τον δέκατο ένατο αιώνα. Ενώ Έλληνες πολίτες του Βασιλείου της Ελλάδος μετανάστευαν στην Αμερική, άλλοι μετανάστευαν στην Κωνσταντινούπολη και την Ιωνία. Και αν η Σύμβαση του 1923 για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας έδωσε τέλος στην μακραίωνη παρουσία του ελληνισμού στην Μικρά Ασία, για πολλούς η μετοικεσία στην Τουρκία αποτελεί μια μορφή «επιστροφής» στις πατρογονικές εστίες.
Όσοι έλκουν την καταγωγή τους από την Κωνσταντινούπολη, την Μικρά Ασία, τον Πόντο ή την Ανατολική Θράκη βρίσκονται σε μια χώρα που πρωταγωνιστεί σε οικογενειακές διηγήσεις, αναμνήσεις ευτυχισμένων εποχών, πολέμων και ξεριζωμού. Αλλά και όσοι δεν έχουν οικογενειακούς δεσμούς με κάποια περιοχή της Τουρκίας βρίσκονται σε μια χώρα κάθε άλλο παρά ουδέτερη. Η συμβολή της Κωνσταντινουπόλεως, της Σμύρνης και της Τραπεζούντας στην διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητος υπερβαίνει κατά πολύ τα χωρικά τους όρια.
Οι αριθμοί των Ελλαδιτών εργαζομένων στην Τουρκία δεν είναι εντυπωσιακοί σε απόλυτες τιμές. Δεδομένης όμως της συρρικνώσεως της ελληνικής μειονότητος, ακόμη και αυτή η παρουσία αποτελεί κρίσιμη ενίσχυση του δυναμικού της τελευταίας στις πλέον δυναμικές ηλικιακές ομάδες. Σε μια εποχή που η Τουρκία αναθεωρεί εν μέρει πολιτικές δεκαετιών εις βάρος των μειονοτήτων, επιστρέφει κατασχεθείσες περιουσίες και επιτρέπει την επαναδραστηριοποίηση πολλών κοινοτικών ιδρυμάτων, η δημογραφική αδυναμία των Ελλήνων της Τουρκίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την εκμετάλλευση των νέων ευκαιριών.
Κατά τούτο η παρουσία των Ελλαδιτών λειτουργεί ευεργετικώς: Ήδη δρέπονται οι πρώτοι καρποί της συνεργασίας μεταξύ Ελλαδιτών, Ελλήνων της Πόλης και Τούρκων, όπως η λειτουργία για πρώτη φορά μετά δεκαετίες ενός ελληνόφωνου εκδοτικού οίκου στην Τουρκία. Η θεσμική οργάνωση της συνεργασίας μεταξύ των Ελλαδιτών και Ελλήνων της Πόλης θα συμβάλει σε ακόμη καλύτερα αποτελέσματα.
Η εμβάθυνση αυτής της συνεργασίας είναι η μόνη που μπορεί να ανταποκριθεί και στο αυξανόμενο ενδιαφέρον της τουρκικής κοινωνίας για την Ελλάδα, την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό, αλλά και την ελληνική μειονότητα της Τουρκίας.
Η δυναμική προώθηση της εικόνας της Ελλάδος και του ελληνικού πολιτισμού εντός της τουρκικής κοινωνίας δεν αποτελεί μόνον αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή μιας αρνητικής εικόνας που στηρίζεται σε πάγιες προκαταλήψεις της τουρκικής κοινωνίας αλλά και στην πρόσφατη περιπέτεια της χρεωκοπίας. Αποτελεί και ευκαιρία αξιοποιήσεως ενός ανθρωπίνου δυναμικού που βρέθηκε μεν εκτός Ελλάδος, μπορεί όμως να συμβάλει στην εθνική ευημερία με άλλους τρόπους. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή” την 24η Ιανουαρίου 2013)