Οι Έλληνες του Πόντου έκοβαν τη βασιλόπιτα το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που άλλαζε ο χρόνος.
Πρώτα βγάζανε τή εικόνας το κομμάτ’, ύστερα του παππού, της γιαγιάς, του πατέρα, της μητέρας και των παιδιών, φωνάζοντας έναν – έναν με τη σειρά της ηλικίας τα ονόματά τους. Μαζί μ’ αυτά βγάζανε και για τον ξενιτεμένο, αν είχαν καθώς και για τον ξένο που τυχόν δίλευαν εκείνη τη βραδιά.
Εκείνο που έπεφτε η παρά, τον θεωρούσαν τυχερό και πίσετυαν πως η χρονιά του θα πήγαινε καλά. Άν ήταν κοπέλα της ηλικίας για παντρειά τότε λέγανε πως άνοιξε η τύχη της και θα παντρευτεί μέσα στο χρόνο. Καλό σημάδι για όλη την οικογένιεα ήταν αν η παρά έπεφτε ‘ς σην Παναΐα.
Μετά το κόψιμο της πίτας και πριν αρχίσουν να τρώνε, ο μεγαλύτερος της οικογένειας έπαιρνε ένα πιάτο μ’ εφτά ζευγάρια καρύδια κι ένα μονό και τα έριχνε τρεις φορές προς τα πάνω λέγοντας:“Εξέβαμεν ας σην κακοχρονίαν κι εσέβαμεν ‘ς σην καλοχρονίαν“. Άλλοι πάλι έλεγαν: “Εδέβεν ο κακόν ο χρόνον κ΄έρθεν ο καλόν“.
Όσα καρύδια έπεφταν μέσα στο ταψί της βασιλόπιτας τα λέχανε τυχερά πιστεύοντας πως τα έδωσε ο ‘Αι Βασίλης. Τ’ άλλα που έπεφταν έξω απ΄το ταψί και σκορπούσαν στο πάτωμα δεν τα μάζευαν από κάτω μα τ’ άφηναν εκεί όλη τη νύχτα.Μαζί μ’ αυτά άφηναν και το τραπέζι μ΄ ένα κομμάτι πίτα για το Άι Βασίλη.
Πηγή: firiki.pblogs