“Τελετουργικό υγιεινής” των προσφύγων στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς. Προσπάθειες να διασωθεί η ιστορική μνήμη
Αποτελούσε ένα βίαιο «τελετουργικό υγιεινής» αλλά το μόνο που έχει απομείνει να το θυμίζει είναι μία πινακίδα σε στάση αστικών λεωφορείων με τη λέξη «Aπολυμαντήρια». Αυτό είναι και το μοναδικό υλικό ίχνος για ένα χώρο προσφυγικής ιστορίας και μαρτυρίου που λειτουργούσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, στο δήμο Καλαμαριάς. Σε μία προσπάθεια συντήρησης της ιστορικής μνήμης και με αφορμή τη συμπλήρωση 90 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς η εμπειρία της απολύμανσης στην Καλαμαριά υπήρξε ένα τραυματικό βίωμα για τους περισσότερους πρόσφυγες κατά την άφιξή τους στη Μακεδονία, το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του δήμου Καλαμαριάς προκήρυξε λογοτεχνικό διαγωνισμό με θέμα «Το Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς».
«Σήμερα, από τις εγκαταστάσεις του Απολυμαντηρίου, δεν σώζεται τίποτε, πέρα από τις αναμνήσεις ατόμων που ζούσαν στην Καλαμαριά και κινούνταν στο χώρο» καταγράφουν οι ιστορικοί Μαρία Καζαντζίδου και Θεοδόσης Τσιρώνης σε κείμενό τους που θα παρουσιάσουν αύριο, στις 19:00, στον Πολυχώρο Τέχνης Remezzo, στο πλαίσιο της τελετής βράβευσης του λογοτεχνικού διαγωνισμού ποίησης και διηγήματος.
Όπως σημειώνουν, το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων που ήρθαν μαζικά, με πλοία, από τη Ρωσία το 1920-’21 και κυρίως οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, πέρασαν από τη διαδικασία της απολύμανσης και της καραντίνας, σε λοιμοκαθαρτήρια που ήδη λειτουργούσαν σε διάφορα σημεία της χώρας, ορισμένα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: τα απολυμαντήρια του Κρωββ στην Πάτρα, στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου στη Σαλαμίνα (απ΄ όπου πέρασαν περίπου 100.000 άτομα), στο νησάκι Βίδος στην Κέρκυρα και στη Μακρόνησο, γνωστά τα δύο τελευταία ως «νεκροταφεία», λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή.
Σε κλίβανο τα ρούχα και κούρεμα με την «ψιλή»
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία μεταφέρθηκαν με τα πλοία, και για τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών, ο πρώτος τόπος αποβίβασης ήταν η Θεσσαλονίκη. Τις πρώτες μέρες, οι πρόσφυγες αποβιβάζονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και αναζητούσαν κατάλυμα στο κέντρο της πόλης, σε σπίτια, ξενοδοχεία, πλατείες, δρόμους, αγορές, εκκλησίες και άλλους δημόσιους χώρους. Σύντομα, στο λιμάνι και στο κέντρο έγινε το αδιαχώρητο, γεγονός που έκανε τις αρχές να επιλέξουν ως τόπο αποβίβασης την Καλαμαριά, όπου υπήρχε άφθονος ελεύθερος χώρος, στοιχειώδεις στεγαστικές υποδομές και επίσης στοιχειώδης υποδομή για την απολύμανση και απομόνωση των προσφύγων και την παρεμπόδιση της μετάδοσης ασθενειών στην πόλη. Το Δημόσιο Λοιμοκαθαρτήριο ή Απολυμαντήριο, ήταν ο πρώτος χώρος υποδοχής, μόλις κατέβαιναν οι πρόσφυγες από το καράβι.
Μαρτυρίες ηλικιωμένων προσφύγων και περιγραφές από τον Τύπο της εποχής αναφέρουν ότι επρόκειτο για δύο μεγάλα ξύλινα παραπήγματα, κατασκευασμένα καταρχήν για τις ανάγκες των συμμαχικών στρατευμάτων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1916-1918). Στο ένα παράπηγμα απολυμαίνονταν σε κλίβανο τα ρούχα, τα σκεύη και τα λοιπά υπάρχοντα των προσφύγων, ενώ στη διπλανή παράγκα, οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν λουτρό με κρύο νερό και να κουρευτούν.
Σύμφωνα με το κείμενο των δύο ιστορικών που έχουν μελετήσει το θέμα, παράλληλα με την οδύνη και την ταλαιπωρία του ξεριζωμού και κυρίως τις φοβερές κακουχίες του ταξιδιού με τα πλοία, όπου χιλιάδες πρόσφυγες είχαν αποδεκατιστεί από αρρώστιες, η εμπειρία της απολύμανσης, περιγράφεται ως τραυματική και άφησε στους περισσότερους μια σκληρή ανάμνηση, που τους συνόδευε μέχρι τα γεράματα. Αυτό ισχύει τόσο για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, όσο και για αυτούς που δύο χρόνια νωρίτερα είχαν έρθει από τον Καύκασο. Οι διηγήσεις τους, αφήνουν να νοηθεί ότι το τραύμα συνίσταται σε δύο στοιχεία: το ένα ήταν η αχρήστευση των ελάχιστων υπαρχόντων που κατάφεραν να περισώσουν από το διωγμό∙ η υψηλή θερμοκρασία του κλίβανου συρρίκνωνε και παραμόρφωνε τα ρούχα τους και τα μετέτρεπε σε κουρέλια. Κυρίως, όμως, το τραύμα αφορούσε το αίσθημα της ταπείνωσης και του εξευτελισμού: οι μικρασιάτες, πόντιοι και θρακιώτες Έλληνες, έμπαιναν σε μια διαδικασία βίαιου και μαζικού καθαρισμού με φαρμακευτικά απολυμαντικά μέσα, και σε υποχρεωτικό κούρεμα των μαλλιών και για τα δύο φύλα. Με τη νοοτροπία της εποχής εκείνης, οι γυναίκες βίωναν το κούρεμα ως μία βίαιη και ταπεινωτική επέμβαση στο σώμα και την αξιοπρέπειά τους, στην ίδια τη γυναικεία τους υπόσταση δηλαδή.
Παρόλο που η διαδικασία αποσκοπούσε στη μέριμνα για τη δημόσια υγεία, υπογραμμίζουν οι Μαρία Καζαντζίδου και Θεοδόσης Τσιρώνης, η ταχύτητα και η μαζικότητα που επέβαλαν οι συνθήκες παρέπεμπαν περισσότερο σε ψυχρή ιατρική διαδικασία και μεταχείριση κοπαδιού ζώων.
Μετά την απολύμανση, ακολουθούσε η καραντίνα, σε σκηνές ή σε θαλάμους στην παρακείμενη περιοχή, όπου οι πρόσφυγες διέμεναν, για μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς το δικαίωμα να απομακρυνθούν από τον περιορισμένο χώρο, για την αποφυγή μετάδοσης ασθενειών. Ο χώρος περιοριζόταν σε κάποια σημεία με συρματόπλεγμα και – σύμφωνα με κάποιες, αλλά όχι όλες τις μαρτυρίες – φυλασσόταν από στρατιώτες. Ακολουθούσε η μετακίνηση προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης ή την ενδοχώρα της Μακεδονίας, και για κάποιους η μόνιμη εγκατάσταση σε θαλάμους της Καλαμαριάς και, κάποια χρόνια αργότερα, στα νεόχτιστα προσφυγικά σπίτια.
Το καλοκαίρι του 1942, οι γερμανικές αρχές κατοχής συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό Θεσσαλονικέων Εβραίων ανδρών για καταναγκαστικά έργα στη Μακεδονία. Προτού τους διαμετακομίσουν στα επιμέρους σημεία, προηγήθηκε η απολύμανσή τους στο Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς, όπου τους μετέφεραν, πεζούς βέβαια και στη συνέχεια και πάλι με τα πόδια στη Θεσσαλονίκη.
Από Απολυμαντήριο, λαϊκή πλαζ
Σύμφωνα με την κ. Καζαντζίδου, οι εγκαταστάσεις του απολυμαντηρίου γκρεμίσθηκαν μετά το 1964 και πριν το 1968, μετά από πιέσεις του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, που ανέλαβε τη δημιουργία λαϊκής πλαζ στην παραλία της Αρετσούς. Ωστόσο, σημειώνει, κανείς δημόσιος φορέας, προσφυγικός ή τοπικός σύλλογος ή ιδιώτης δε σκέφτηκε ότι το Απολυμαντήριο θα μπορούσε να αποτελέσει την υλική μνήμη και εν τέλει ένα «προσκυνηματικό τόπο» για τη σκληρή πορεία δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που κατοίκησαν στη Μακεδονία.
Μέχρι πριν από περίπου 10 χρόνια υπήρχε στην άμμο, μπροστά από την είσοδο της πλαζ, μία σκουριασμένη ταμπέλα που έγραφε «Απολυμαντήριο», στο ύψος περίπου όπου βρισκόταν το κτίσμα. Σήμερα η ταμπέλα δεν υπάρχει και η λέξη αναγράφεται μόνο στη στάση του λεωφορείου που περνά πάνω από το χώρο της πλαζ, στην οδό Νικολάου Πλαστήρα. Ο Ο.Α.Σ.Θ. ονόμασε έτσι τη στάση, προφανώς επειδή η ονομασία είχε ήδη καθιερωθεί από τους κατοίκους. Η πινακίδα αυτή είναι και το μοναδικό υλικό ίχνος, ενός χώρου προσφυγικής ιστορίας και μαρτυρίου ενώ η ιστορική μνήμη «παλεύει» να διασωθεί μέσα από τις φιλότιμες προσπάθειες του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ