Ήταν μια βροχερή ημέρα του Οκτώβρη, όταν ξαφνικά οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Τραπεζούντας άρχισαν να χτυπούν ασταμάτητα. Όπως συνέβαινε πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, κατεβήκαμε όλοι στο λιμάνι να δούμε τι συμβαίνει. Μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος, ένας ντελάλης…
Εκφωνούσε τα ονόματα των στρατιωτών που “πνίγηκαν” καθώς το καράβι ή τα καράβια, που, μετά τη συνθηκολόγηση, τους μετέφεραν πίσω στα σπίτια τους “βυθίστηκαν’ κάπου στη Μαύρη Θάλασσα».( Ως γνωστόν, όπως οι Τούρκοι που ζούσαν στην Ελλάδα, περισσότερο για λόγους ασφαλείας, ήταν υποχρεωμένοι να καταταγούν στον Ελληνικό στρατό, για τον ίδιο λόγο, οι Έλληνες που ζούσαν στην Τουρκία καταταγόταν στον Τουρκικό στρατό). «Όταν ο ντελάλης έφτασε στο επώνυμο Μωυσίδης, δεν έλεγε να σταματήσει. Διάβασε και τα οχτώ ονόματα των αδερφών μου από την πρώτη γυναίκα του πατέρα μου, που είχαν καταταγεί αναγκαστικά στον Τουρκικό στρατό. Όλοι τους ήταν παντρεμένοι! Μετά απ’ αυτό ο πατέρας μου δεν άντεξε και σε μερικούς μήνες πέθανε. Μέχρι την Ανταλλαγή (1923), ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ο Γιώργος, 18 ετών, ανέλαβε το ρόλο του πατέρα των τεσσάρων μικρότερων αδερφών που επιζήσαμε και των 24 ορφανών των αδερφών που “πνίγηκαν”.
Ευτυχώς ο πατέρας μου ήταν νοικοκύρης και μας άφησε αρκετά χρήματα μια πολύ καλή περιουσία με πολλά-πολλά στρέμματα λεφτοκάρια (φουντούκια) στο Χοτς (σημερινό προάστιο της Τραπεζούντας). Η Ανταλλαγή ήταν η μεγαλύτερη συμφορά. Αρον-άρον, μόνο με τα ρούχα μας και ότι πρόλαβε και πήρε σε χρήματα και κοσμήματα η μάνα μας, μπήκαμε στο βαπόρι για τον γυρισμό. Στο νησί Αντιγόνη (Πριγκηπόνησο) μας κράτησαν για αρκετές ημέρες σε καραντίνα γιατί κάποιοι είχαν αρρωστήσει. Εκεί, όταν κάποια στιγμή η μάνα μου διαπίστωσε ότι έχασε το ζωνάρι που είχε στη μέση της με τις λύρες και τα κοσμήματα, από την στενοχώρια της πέθανε και τη θάψαμε στην Αντιγόνη σε ένα ομαδικό τάφο ( Το ζωνάρι με τα χρήματα το βρήκαν κάποιοι άλλοι πρόσφυγες και το παρέδωσαν στον καπετάνιο, αλλά ήταν ήδη αργά). Μετά από καιρό, βρεθήκαμε από τον Παράδεισο στην Κόλαση, σ’ αυτόν εδώ τον ξερότοπο».
Αυτήν την ιστορία την είχα ακούσει άπειρες φορές από τη μητέρα μου, που γεννήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια με ένα τεράστιο καταπράσινο αγρόκτημα με δικές τους πηγές και στα δεκατέσσερά της βρέθηκε σε έναν ξερότοπο στη Μακεδονία (Κύργια Δράμας), σε ένα παλιό σπίτι Τούρκων με μόνο είκοσι στρέμματα γης, όπου το μόνο που ευδοκιμεί είναι ο καπνός και αντί για πηγές είχαν πηγάδια Στο τεράστιο πατρικό της στην Τραπεζούντα, ζουν σήμερα δυο οικογένειες τούρκων οι οποίοι ζουν άνετα μόνο από τα 400 στρέμματα φουντουκιών, που είναι όπως τα άφησαν το 1923. Τα υπόλοιπα χωράφια είναι πλέον δασικά ενώ κάποια είχαν απαλλοτριωθεί για το αεροδρόμιο της Τραπεζούντας.
Υπάρχουν χιλιάδες παρόμοιες και ακόμα πιο τραγικότερες ιστορίες Ελλήνων προσφύγων.
Με την ονομασία Ανακωχή του Μούδρου ή Συνθήκη ανακωχής του Μούδρου, υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 1918 η γνωστή συμφωνία ανακωχής που συνάφθηκε στον όρμο Μούδρου, της Λήμνου, μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων, της Αντάντ, (Entente) και της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δύο από τους όρους, ήταν η απόδοση των συμμάχων αιχμαλώτων και η παράδοση του τουρκικού στρατού (του οπλισμού) και των πολεμικών πλοίων (γραμμής), στους Συμμάχους.
Το 1923 υπογράφτηκε η Ανταλλαγή Πληθυσμών. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο ανταλλαγή πληθυσμών νοείται η δια «συμβάσεως» υποχρεωτική ή ελεύθερη (εκούσια ή ακούσια) μετανάστευση υπηκόων, που ανήκουν σε φυλετικές (εθνικές), θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες από το ένα κράτος σε άλλο (ως επί το πλείστον όμορο).
Αυτό που έγινε το 1923, μόνο ανταλλαγή δεν ήταν. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, πλούσιοι και εύποροι πολλοί, έχασαν τα πάντα και βρέθηκαν στο πουθενά, ανταλλάσσοντας σπίτια, επιχειρήσεις και τσιφλίκια με καλύβια σε μια πατρίδα αδιάφορη μέχρι εχθρική, που παρέπαιε οικονομικά και πολιτικά.
Το 1918, οι τουρκικές αρχές έκαναν σίγουρα αυτό που είχαν κάνει και οι Άγγλοι με τους επιζώντες Ινδούς της μάχης της Καλλίπολης. Ως γνωστόν, μετά τη μάχη της Καλλίπολης, οι Άγγλοι, φοβούμενοι ότι επιστρέφοντας οι επιζήσαντες Ινδοί στην πατρίδα τους θα αποτελέσουν τον πυρήνα του κινήματος ανεξαρτητοποίησης, βύθισαν αύτανδρα πολλά σκάφη με Ινδούς στρατιώτες στη Μεσόγειο! Γι αυτό υπάρχουν μαρτυρίες οι οποίες αξιοποιήθηκαν από τις ινδικές κυβερνήσεις. Καμιά Ελληνική κυβέρνηση δεν απαίτησε να μάθει και να δημοσιοποιήσει αυτό που συνέβη με τους Έλληνες του Πόντου. Είναι πολύ πιο βολικό να ρίχνουμε όλες τις ευθύνες στον έξωθεν εχθρό για να μπορούμε και στο μέλλον να κάνουμε τα ίδια τραγικά λάθη.
(Βλέπε δηλώσεις του Έλληνα Υπάτου Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη: Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θ΄ ανατρέψουν τα πάντα».)
Αν σκεφτούμε, ότι οι Αθηναίοι καταδίκασαν σε θάνατο δέκα στρατηγούς, παρότι ήταν νικητές της ναυμαχίας στις Αργινούσες, μόνο και μόνο γιατί λόγω θαλασσοταραχής δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι θα έκαναν το 1922 με πολλούς Έλληνες στρατιωτικούς, πολιτικούς και διπλωμάτες, που εγκατέλειψαν τους πρόσφυγες στην τύχη τους.