Ένα υλικό που καταρρίπτει όλα τα ρεκόρ στη μετατροπή της διαφεύγουσας θερμότητας (η θερμότητα που χάνεται) σε ενέργεια ανακάλυψαν Αμερικανοί επιστήμονες, με επικεφαλής τον Ελληνα καθηγητή Μερκούρη Καναντζίδη, ελπίζοντας ότι η εφεύρεσή τους θα κατακτήσει μια θέση στην αγορά «καθαρής» ενέργειας.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το πρωτοποριακό υλικό επιτυγχάνει την υψηλότερη αποδοτικότητα στην απορρόφηση της θερμότητας από μια πηγή και στην μετατροπή της σε ενέργεια.
Βάσει υπολογισμών, το 15 με 20% της θερμότητας που εξαφανίζεται από την εξάτμιση των αυτοκινήτων και τις καμινάδες των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής ή των εργοστασίων θα μπορούσε, με τα κατάλληλα μέσα, να ανακτηθεί με τη μορφή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το υλικό που ανέπτυξαν οι Αμερικανοί επιστήμονες είναι ένα ενισχυμένο παράγωγο τελλουριδίου του μολύβδου.
Πρόκειται για έναν ημιαγωγό που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της διαστημικής αποστολής Απόλλων, για τον εφοδιασμό των αστροναυτών με μια ανανεώσιμη, θερμοηλεκτρική πηγή ενέργειας.
Το πρωτοποριακό υλικό επιτυγχάνει συντελεστή θερμοηλεκτρικής απόδοσης (ΖΤ) της τάξης του 2,2, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του 1,7 που σημειώθηκε νωρίτερα φέτος.
«Σε αυτό το επίπεδο υπάρχουν ρεαλιστικές προοπτικές να ανακτήσουμε διαφεύγουσα θερμότητα και να τη μετατρέψουμε σε ενέργεια», τόνισε σε δηλώσεις του ο Δρ. Μερκούρης Καναντζίδης, καθηγητής χημείας στο πανεπιστήμιο «Northwestern» στο Σικάγο και επικεφαλής της μελέτης.
Σε ό,τι αφορά την τοξικότητα του υλικού, ο καθηγητής διαβεβαιώνει ότι ο δεσμός τελλουριδίου – μολύβδου είναι «περιβαλλοντικά σταθερός», ενώ διευκρινίζει ότι τα δυο αυτά στοιχεία συνενώνονται και στη φύση, σε ένα ορυκτό που ονομάζεται αλταΐτης.
Η καινοτομία στη συγκεκριμένη έρευνα συνίσταται στον συνδυασμό διάφορων τεχνικών για την επεξεργασία του υλικού, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης νατρίου αλλά και νανοσωματιδίων τελλουριδίου του στροντίου, ώστε να διευκολυνθεί η διάχυση των ηλεκτρονίων και να εξασφαλιστεί αυξημένη αποδοτικότητα στη μετατροπή ενέργειας.
Η μελέτη για την ανάπτυξη του νέου υλικού δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature».
Πηγή: econews.gr