Σύμφωνα με πληροφορίες, το σενάριο που εξετάζεται αυτή τη στιγμή προβλέπει ότι θα εκπίπτουν κατά ποσοστό 100% από το εισόδημα των φορολογούμενων, δαπάνες με αποδείξεις από συγκεκριμένες κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών που βρίσκονται ψηλά στην λίστα της φοροδιαφυγής. Το μέτρο εκτιμάται ότι θα απαλύνει την έξτρα φορολογική επιβάρυνση που θα υποστούν οι φορολογούμενοι από τυχόν πλήρη κατάργηση του αφορολογήτου ορίου των 5.000 ευρώ. Και αυτό γιατί, με την έκπτωση κατά 100% συγκεκριμένων αποδείξεων από το φορολογητέο εισόδημα, ουσιαστικά οι φορολογούμενοι θα έχουν ένα «νέου τύπου» αφορολόγητο αφού οι αποδείξεις που θα συγκεντρώνουν θα περιορίζουν το τελικό ύψος του εισοδήματος που θα φορολογείται.
Το θέμα παραμένει ανοιχτό με τις οριστικές αποφάσεις να εξαρτώνται από το ποσό πειστικό και δημοσιονομικά αποδοτικό θα είναι το τελικό «πακέτο» με τις περικοπές μισθών συντάξεων και επιδομάτων που θα παρουσιάσει η κυβέρνηση στην τρόικα.
Σε περίπτωση που αποφασιστεί η πλήρης κατάργηση του αφορολογήτου τότε τα νοικοκυριά θα υποστούν άλλο ένα φορολογικό σοκ καθώς θα κληθούν να πληρώσουν ακόμη περισσότερους φόρους για τα εισοδήματά τους.
Μισθωτοί και συνταξιούχοι μέσω της μηνιαίας παρακράτησης φόρου εισοδήματος θα επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο 10% ή 18% από το πρώτο ευρώ του εισοδήματός τους. Το μέτρο εκτιμάται ότι θα αποδώσει το επόμενο έτος τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ. Κι αυτό γιατί η κατάργηση του αφορολογήτου των 5.000 ευρώ θα έχει ως συνέπεια να επιβληθεί για πρώτη φορά παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών σε πολύ χαμηλούς μισθούς και πολύ χαμηλές συντάξεις που δεν υπερβαίνουν ετησίως τις 5.000 ευρώ. Επιπλέον, η κατάργηση του αφορολογήτου θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά η παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών για όλους τους υπόλοιπους μισθωτούς και συνταξιούχους.
Στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης έχει αποφασίσει να εφαρμόσει ένα απλούστερο σύστημα προσδιορισμού των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων το οποίο θα προβλέπει την αφαίρεση από τα συνολικά εισοδήματα του φορολογούμενου όλων των δαπανών για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών. Η εφαρμογή του συστήματος αυτού θα γίνει σταδιακά προκειμένου να εξασφαλιστεί προηγουμένως ο έλεγχος όλων των αποδείξεων.
Μέχρι την πλήρη εφαρμογή του νέου συστήματος το υπουργείο Οικονομικών εξετάζει μεταβατικά μέτρα για την παροχή κινήτρων στους φορολογούμενους να ζητούν αποδείξεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το σχέδιο που επεξεργάζονται στο υπουργείο Οικονομικών για τις αποδείξεις σε συνδυασμό και με την ενδεχόμενη κατάργηση του αφορολογήτου ορίου προβλέπει ότι:
1. Από το εισόδημα κάθε φορολογούμενου θα εκπίπτουν στο σύνολό τους οι δαπάνες για την καταβολή αμοιβών σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και ελεύθερους επαγγελματίες που βρίσκονται ψηλά στην λίστα με τα μεγαλύτερα ποσοστά φοροδιαφυγής.
2. Η εφορία θα αναγνωρίζει και θα αφαιρεί κατά 100% από το φορολογητέο εισόδημα των φορολογούμενων τις αποδείξεις από υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, κομμωτήρια, αισθητικούς, φυσιοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, γιατρούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους και άλλες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών. Επίσης στο μέτρο αυτό θα ενταχθούν οι λογαριασμοί που θα πληρώνουν σε μπαρ, εστιατόρια, κέντρα διασκέδασης και άλλες επιχειρήσεις μαζικής εστίασης και ψυχαγωγίας ενώ κανένα όφελος δεν θα έχουν οι φορολογούμενοι όταν συγκεντρώνουν αποδείξεις από σούπερ μάρκετ και καταστήματα ένδυσης ή υπόδησης.
3. Εξετάζεται να υπάρξει ένα πλαφόν στο ύψος των αποδείξεων που θα αναγνωρίζει προς έκπτωση η εφορία από το φορολογητέο εισόδημα.
Στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι να «ζεσταθεί» το κίνημα των αποδείξεων και οι φορολογούμενοι να ζητούν αποδείξεις από όσους επιτηδευματίες παρέχουν υπηρεσίες και από όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες, ώστε οι συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων να υποχρεωθούν να δηλώνουν στην εφορία όσο το δυνατόν περισσότερα από όσα εισπράττουν και να αυξηθούν οι εισπράξεις του ΦΠΑ.
Η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα του 100% των δαπανών για την καταβολή αμοιβών σε επιτηδευματίες που παρέχουν υπηρεσίες και σε ελεύθερους επαγγελματίες εκτιμάται ότι θα είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό κίνητρο για τη ζήτηση αποδείξεων από τις συγκεκριμένες κατηγορίες αυτοαπασχολουμένων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν εκδίδουν αποδείξεις σε όλους τους πελάτες τους και εμφανίζουν κάθε χρόνο στην Εφορία πάρα πολύ χαμηλά ετήσια εισοδήματα.
Το κίνητρο
Το κίνητρο της έκπτωσης του 100% της αξίας των αποδείξεων είναι ισχυρό. Και αυτό γιατί ο φορολογούμενος μπορεί να επιβαρύνεται με ΦΠΑ 23% κατά την έκδοση της απόδειξης αλλά στη συνέχεια θα γλιτώνει φόρο εισοδήματος πολύ μεγαλύτερο αφού για τις περισσότερες περιπτώσεις φορολογουμένων τα εισοδήματα φορολογούνται με συντελεστές μεγαλύτερους από 23% που είναι σήμερα ο συντελεστής ΦΠΑ.
Παράδειγμα
Φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 25.000 ευρώ. Πληρώνει 1.700 ευρώ σʼ ένα χρόνο για αμοιβές σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες που παρέχουν υπηρεσίες.
– Αν δεν λάβει αποδείξεις τότε γλιτώνει το ΦΠΑ 23% δηλαδή 391 ευρώ.
– Αν ζητήσει αποδείξεις θα πληρώσει και τα 391 ευρώ του ΦΠΑ. Έτσι η συνολική του δαπάνη θα ανέβει στις 2.091 ευρώ (1.700 + 391 = 2.091).
– Ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα των 25.000 ευρώ, με βάση την ισχύουσα σήμερα κλίμακα φόρου εισοδήματος, ανέρχεται σε 3.670 ευρώ. Ο ανώτατος συντελεστής φορολόγησης του εισοδήματος των 25.000 ευρώ είναι 25%.
– Αν ο φορολογούμενος λάβει αποδείξεις συνολικής αξίας 2.091 ευρώ τότε από το εισόδημα των 25.000 ευρώ θα αφαιρεθεί το 100% της αξίας των αποδείξεων, δηλαδή ολόκληρο το ποσό των 2.091 ευρώ.
– Ο φορολογούμενος δεν φορολογηθεί για εισόδημα 25.000 ευρώ και δεν θα πληρώσει φόρο 3.670 ευρώ αλλά θα φορολογηθεί για εισόδημα 22.909 ευρώ στο οποίο αναλογεί φόρος 3.147,25 ευρώ. Θα γλιτώσει δηλαδή 522,75 ευρώ φόρο εισοδήματος. Συνεπώς με το να λάβει αποδείξεις συνολικής αξίας 2.091 ευρώ μπορεί να επιβαρυνθεί με ΦΠΑ 23% ήτοι 391ευρώ, αλλά θα γλιτώσει σε φόρο εισοδήματος 522,75 ευρώ, δηλαδή θα γλιτώσει ένα ποσό μεγαλύτερο κατά 131,75 ευρώ. Άρα λοιπόν το κίνητρο για τον φορολογούμενο αυτόν να ζητήσει αποδείξεις από τους επιτηδευματίες που του παρείχαν υπηρεσίες θα είναι πλέον ισχυρό!
Πηγή: imerisia